FRANCOIS VILLON, ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ, ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 2:31 μ.μ.

0



FRANCOIS VILLON / ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ ( Παρίσι, 1431-...; )


"...Εκεί (στις φυλακές του επίσκοπου  της Ορλεάνης Τιμπώ ντ' Ωσσινύ), ριγμένος μέσα σ' ένα βαθύ και σκοτεινό σαν πηγάδι κελί, σιδεροδεμένος και καταδικασμένος σε νηστεία με ψωμί και με νερό μονάχα, περίμενε το θάνατο. Μέσα στο φριχτό αυτό μπουντρούμι σύνθεσε δύο απ' τις καλύτερές του μπαλάντες. Τη μια την απευθύνει στους φίλους του ικετεύοντάς τους να κάνουν ό, τι μπορούν για να τον βγάλουν απ' την απαίσια αυτή φυλακή. Με την άλλη, μας δίνει το διάλογο του καυγά που έστησε τάχατες η καρδιά του με το κορμί του, εξαιτίας που εκείνο, αφήνοντας τα πάθη να τον κυριέψουν, έριξε το δόλιο ποιητή στο βούρκο του κριμάτου και της τρισάθλιας ζωής του. Στις μπαλάντες αυτές, εξόν από την αριστουργηματική τους σύνθεση, θαυμάζουμε τη δύναμη και τη γαλήνη της ψυχής του Βιγιόν, που, αν και κλεισμένη μέσα στ' αρρωστιάρικο και ψόφιο απ' τους τόσους παραδαρμούς και κακουχίες της φυλακής κορμί του, διατήρησε όλη της τη φρεσκάδα και το κέφι, που σπιθοβολάει ζωηρά στα δυο του αυτά ποιήματα...".


Ο λόγος για τον Φρανσουά Βιγιόν λοιπόν...τον ποιητή που είχε - σίγουρα δυο, ίσως και τρεις φορές - καταδικαστεί σε θάνατο (και είχε πολλές φορές βρεθεί στη φυλακή) και που, από παιχνίδια της τύχης ( και της νοοτροπίας της εποχής ) είχε γλυτώσει και τις τρεις για να χαθεί, απ' το Γενάρη του 1463, μετά την τελευταία χάρη που του δόθηκε αλλά και τη δεκάχρονη εξορία του απ' το Παρίσι και να μην ξανακουστεί τίποτε γι' αυτόν, σημάδι, μάλλον, πως δεν έζησε για πολύ ακόμα. Τσακισμένος από τη φτώχεια και τις στέρησες, απένταρος, πεινασμένος και κουρελής, με την υγεία του κατεστραμμένη από τις ασωτείες του κι αηδιασμένος απ' τον ίδιο του τον εαυτό, χάθηκε στο σκοτάδι και την αθλιότητα...πριν προφτάσει να δώσει -με πλέρια την ωριμότητα της τόσο πρωτότυπης όσο και προσωπικής ιδιοφυίας του -όλους τους ποιητικούς θησαυρούς που 'κρυβε μέσα του.


Σε μια αντίστροφη, χρονικά, πορεία βλέπουμε το μικρό Φρανσουά ντε Μονκορμπιέ, με τις φροντίδες του προστάτη ψυχοπατέρα του Γκιγιώμ ντε Βιγιόν, να γράφεται στα δώδεκά του χρόνια στο Πανεπιστήμιο και σε ηλικία εικοσιενού χρονώ να παίρνει τον τίτλο του "Δασκάλου των Τεχνών" αλλά, αμέσως μετά, να μπλέκει με κακές φοιτητικές παρέες και στη συνέχεια με διαβόητους κακοποιούς, φαυλόβιους και πόρνες, σε κλεψιές, πονηριές και μαχαιρώματα, μέσα σε μια εποχή (15ο αιώνα) όπου επικρατούσε μεγάλη σύγχυση ανάμεσα στην εκκλησιαστική και κοινωνική ηθική κι η έννοια του εγκλήματος ταυτιζόταν με την αμαρτία κι ακόμα κι ένα έγκλημα, όσο μεγάλο κι αν ήταν, συχωριόταν και σβηνόταν τέλεια με την ειλικρινή μετάνοια, μέσα σε μια νοοτροπία που όλοι μιλούσαν διαρκώς περί τιμής  αλλά στην πραγματικότητα δεν υπήρχε πιο σπάνιο πράγμα απ' αυτήν. Κι ο Βιγιόν μετάνιωνε (και συχνά γλύτωνε) αλλά επέστρεφε, χωρίς καθυστέρηση στα ίδια. Κανείς όμως δεν μπορούσε να αντιληφθεί την ευαισθησία και τη λεπτότητα που κρυβόταν μέσα στην βασανισμένη ψυχή του Φρανσουά Βιγιόν, που- παραταύτα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις, ακόμα και ώρες πριν τον θάνατο - διατηρούσε αμείωτο το χιούμορ του. 



XVIII. ΕΠΙΤΑΦΙΟ




ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΑΙΩΝΙΑ ΕΔΩ ΣΤΟ ΔΩΜΑ ΑΥΤΟ,
ΑΠ' ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΤΗ ΣΑΪΤΑ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟ,
ΕΝΑ ΣΚΟΛΙΤΑΡΟΥΔΙ ΤΡΥΦΕΡΟ:
ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ ΤΟ ΛΕΓΑΝ, ΤΟ ΚΑΗΜΕΝΟ.
ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΡΟΥΠΙ ΓΗΣ, ΚΑΙ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΟ
ΕΙΧΕ ΟΛΟ ΤΟΥ ΤΟ ΒΙΟΣ ΕΔΩ ΚΙ ΕΚΕΙ:
ΣΚΑΜΝΙΑ, ΤΡΑΠΕΖΙ ΚΑΙ ΨΩΜΙ ΦΡΥΓΜΕΝΟ.
ΠΕΣΤΕ ΓΙ' ΑΥΤΟΝ ΣΤΟ ΘΕΟ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΥΚΗ:




ΕΥΚΗ


Χάρισε αιώνια ανάπαψη και φως,
Κύριε, σ' αυτόνε το συφοριασμένο,
που ούτε ένα ρούπι γης, ούτε στρωμένο
πλούσια τραπέζι απόχτησε ο φτωχός.
Από μαλλιά και γένεια ήταν σπανός,
ωσάν αυγό σκληρό ξεφλουδισμένο.
Χάρισ' του αιώνια ανάπαψη και φως.
Τον στείλαν στο μπουντρούμι στανικώς
με μια κλωτσιά στον κώλο, συστημένο,
κι ας φώναζε: "Εκκαλώ!", πετυχημένο
δεν είναι και πολύ το κόλπο αυτό.
Χάρισ' του αιώνια ανάπαψη και φως.


*


IX. ΕΜΜΕΤΡΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


(στους φίλους του)


Έλεος, έλεος για με το φουκαρά
δείξετε, αδέλφια, φίλοι γκαρδιακοί!
Σε τάφο κείτομαι, όχι σ' ισκιερά
δάσια, σ' αυτήν τη μαύρη φυλακή
που η μοίρα μ' έχει μ' άδεια θεϊκή.
Κορίτσια, βλάμηδες, νιοί, γέροι, γριές,
φορτσαδόροι, ακροβάτες, χορευτές,
που πηδάτε με μπρίο κωμικό,
λυγερόφωνοι εσείς τραγουδιστές,
το δόλιο τον Βιγιόν θ' αφήστε εδώ;


Ψάλτες π' όλα τα ψέλνετε στραβά,
αλήτες δίχως δυάρα τσακιστή,
μάγκες που κάνετε όλο χωρατά,
διανοούμενοι λίγο ή πολύ χαζοί,
τρεχάτε πριν ο χάρος τόνε βρει.
Σαν πεθάνει, εσείς πρόθυμοι ποιητές,
θαν του φτιάξετε δεκάρικες ωδές.
Αγέρας, φως, δεν βλέπουν τον φτωχό.
Με βαριούς τοίχους του 'καμαν φασκιές.
Το δόλιο τον Βιγιόν θ' αφήσετε εδώ;


Στα χάλια ελάτε ιδέστε τον αυτά,
αφέντες σπλαχνικοί κι ευγενικοί,
που δεν είστε ρηγάδωνε γενιά,
παρά τ' αφέντη θεού είσαστε γονή:
Τον έχουν σε νηστεία στανική,
πληγιάσαν οι μασέλες του οι φτωχές
αλέθοντας ψωμόφλουδες ξερές.
Και γρούζουν τ' άντερά του απ' το νερό
που πίνει με χοντρές χοντρές γουλιές.
Το δόλιο τον Βιγιόν θ' αφήστε εδώ;


Πρίγκιπες, χάρη με βασιλικές
βούλες πετύχετέ μου. Και τριχιές
μ' ένα καλάθι ρίχτε μου να βγω.
Κι οι χοίροι ακόμα τρέχουν μπουλουκιές,
σαν ακούσουν συντρόφου των σκουξιές.
Το δόλιο τον Βιγιόν θ' αφήστε εδώ;


*


X. ΚΑΥΓΑΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΡΜΙΟΥ ΤΟΥ ΒΙΓΙΟΝ


- Τι ακούω; -Εγώ είμαι. - Ποιος εσύ;
- Η καρδιά σου που κρέμεται από μια
ψιλή κλωστή. Έχασα θάρρος και χαρά,
στοχάσου, σα σ' είδα μόνο εκεί σε μια
αγκωνή, σα δαρμένο να κρύβεσαι σκυλί.
- Γιατί αυτό; - Για τις τρέλες σου, νομίζω.
- Τι έχεις; - Άρχισα πια να βαριεστίζω.
- Παράτα με. - Γιατί; - Θε να σκεφτώ.
- Μπα! πότε; - Όταν πια δεν θα παιδιαρίζω.
- Άλλο δε λέω. - Σκοτίστηκα κι εγώ.
- Τι σκέφτεσαι; - Πως έχω αξία.
- Στάσου. Τριάντα χρονώ είσαι. - Όσο μουλάρι ζει.


Τα κύρια στοιχεία της εισαγωγής και η μετάφραση είναι του Σπύρου Σκιαδαρέση.



Μια χαρακτηριστική μπαλάντα του Φρανσουά Βιγιόν.