ΛΕΝΡΙ ΠΗΤΕΡΣ, ΓΚΑΜΠΙΑ, ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:19 π.μ.

0


Lenrie Peters

Ο Λενρί Πήτερς είναι ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στο Bathurst, το σημερινό Banjul, πρωτεύουσα της Γκάμπια, το 1932. Σπούδασε στο Freetown (Σιέρα Λεόνε) και στο Cambridge (Αγγλία). Επέστρεψε και ζει στη χώρα του αφού εργάστηκε για πολλά χρόνια σε νοσοκομεία της Αγγλίας. Ήταν συνεργάτης των πιο σημαντικών λογοτεχνικών περιοδικών της Αφρικής. Υπήρξε επίσης παραγωγός και παρουσιαστής ραδιοφωνικών εκπομπών και, κατά καιρούς, τραγουδιστής. Έργα του: «Satellite”, “Katchikali (ποιήματα), «The second Round» (μυθιστόρημα), κ.ά. Πέθανε στο Ντακάρ της Σενεγάλης σε ηλικία 76 ετών.

Το Φθινόπωρο με καίει

Το Φθινόπωρο με καίει
με μια πρωτόγονη φωτιά. Κάνει
το δέρμα μου να τεντώνει από προσδοκία,
μ’ εκσφενδονίζει έξω
από την καλοκαιρινή κούραση, απάνω
σε μια νέα γέφυρα στεναγμών.

Κάπου νιώθω την καρδιά
της γης να πάλλει και κάτω βαθιά
να αιμάσσει σ’ εκατομμύρια κυμάτια.
Αφήνω μια γλυκιά σταγόνα μνήμης
να πέσει μέσα στην πλημμύρα
και ο καταρράχτης
με τη μαγεία του μ’ αρπάζει.

Μεγάλα δέντρα σε πτώση διαδοχική
γυμνώνονται από μια χαύνωση ντροπής∙
Μοναχικά σαν ηθοποιοί πάνω στη σκηνή,
σαν αστέρια, ορφανά παιδιά, δόξες,
σαν πολιτικοί δυσάρεστα μυστηριακοί,
σαν εσένα και σαν εμένα.

Αλλά δε θα θρηνήσω τη θλίψη.
Θα πάω να περιμαζέψω ξερά φύλλα
για τη φωτιά σε μια φέτα ηλιόφωτου,
να γεμίσω τα πνευμόνια μου μ’ οσμές
αποσύνθεσης και τα μάτια μου
με μελιχρά χρώματα ουράνιου τόξου.

Θα συρθώ κάτω στις θυσανωτές,
στις δικτυωτές δεντρόφυτες λεωφόρους
του φωτός και θ’ ακούσω τους θορύβους
των σκίουρων να οργανώνουν
την ενορχήστρωση της φθινοπωρινής
σιωπής και θα κρατήσω στο χέρι μου
την τυλιχτή μάζα της φύσης.

Και τότε θ’ αγαπήσω.
Ναι, θ’ αγαπήσω∙ υπερβολικά, κάτω
από την ταραχή των ετοιμοθάνατων
φύλλων και σε μια σκιά ομίχλης,
σε θαύμα. Γιατί το Φθινόπωρο
είναι θαύμα και το θαύμα ελπίδα.

*

Δικό μου είναι το σιωπηλό πρόσωπο

Δικό μου είναι το σιωπηλό πρόσωπο
στο βαγόνι μέσα, του τραίνου,
στην ουρά.
Το δέρμα μου είναι νυσταλέο με χρώμα
απαίσια χλωμό,
ταξιδεύω ανάμεσα σ’ απεγνωσμένους
εγκαταλειμμένους τόπους, η ζωή μου
τελειώνει σε σένα άδεια∙
ένα άδειο κουτί, τενεκεδένιο,
που κυλιέται κάτω σε γατίσιο
δρομίσκο χαλικοστρωμένο.

Ξέρω τη δύναμη του ανέμου
σε καιρούς οργής και το πάθος των κυμάτων
- δεν υπάρχουν επιπλέουσες σειρήνες –
καθισμένος όπως εγώ,
όπως όλοι κάθονται στην κόψη
του χαοτικού χείλους των πραγμάτων,
η νιότη μου τρυπώνει μέσα σε λαχταριστά
σπλάχνα της γης∙ αφυδατωμένη.

Μια μορφή λευκή ατενίζει έξω
από φλόγες, έξω από ένα πυκνό
άφθονο αύριο, καρφωμένη με ντροπή.
Δακρύζω στους πυρακτωμένους βοστρύχους
του ηλιόφωτου∙ καλάμια,
καψαλισμένα καλάμια, τρίζουν
στα πνεμόνια μου κάνουν τη ζωή μου
να κρατά το φεγγάρι σε μιαν εστία φακού.

Συντρίβοντας ξερό γυαλί στο δυνατό μου
χέρι δεν ωφελεί. Τίποτα δεν αιμάσσει,
τίποτα δεν πραΰνει∙ δεν θα λιώσει
σαν το χιόνι τούτο το κενό,
η κόλαση αυτή που εγώ έπλασα.

*

Ο χρόνος ήταν φρέσκος

Ο χρόνος ήταν φρέσκος
όταν ήμουν νέος, ωσάν
λειμώνας που λάμπει
τις νύχτες μ’ αστέρια.

Το Καλοκαίρι ήταν
για όλους ένας ατέλειωτος
Απρίλης∙ απαράμιλλη
νιότη, Καλοκαίρι σ’ ουρανούς.

Ο κόσμος, ξυπόλυτος
στην καυτήν άμμο των δασών
στις ερημιές απ’ αγκάθια,
ήταν ανοιχτός σε μένα.

Τα πόδια μου πατούσαν
σταθερά κάτω, με πίστη∙
η σάρκα μου κραύγαζε
δυνατά, από ευχαρίστηση.

Ηλιοβασιλέματα λαμπρά,
πουλιά, χρωματιστά μυρμήγκια∙
η οικειότητα των λουλουδιών,
οι παπαγάλοι σε χορούς.

Πίθηκοι ανάρριπταν καρύδες
 – που δεν μπορούσα να φτάσω –
αστειευόμενοι μ’ αφιλοκέρδεια
και περιπαίζοντας όσους μιλούσαν.

Κάτω σημαδεμένα μονοπάτια,
προς τη λίμνη που εκτεινόταν
με λωτούς με κρίνα με σκελετούς
- από φίδια – που επέπλεαν.

Μπορούσα να περάσω αντίκρυ
να γονατίσω, σπρώχνοντας το δίκυκλό μου,
πίσω από τα δέντρα των διαφυγόντων
φύλλων∙ καταφύγιο, από τον ήλιο.

Σε κοιλάδες με πολυτρίχια πράσινα
ανάδευαν γυναίκες, ντυμένες στο πράσινο
της ζούγκλας∙ ποτίζοντας τη γη
με ιδρώτα και γλυκό τραγούδι.

Ο αέρας, βαρύς από φως,
μπορούσε να κοπεί στη μέση∙
ωσάν βλαστάρι στα χαμόκλαδα,
ωσάν ιστός αραχνών…

Αυτά φέρνω στη μνήμη, τώρα,
που η ζωή έχει γίνει ένα σύστημα.
Ναι, ένα σύστημα∙ κι ο βαθύς-βαθύς
παλμός αυτής της γης, όλης.