ΟΚΑΣΕΝ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΕΤ, ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:24 π.μ.

0



Ο τραγουδόμυθος «Οκασέν και Νικολέτ» είναι μια γαλλική «μυθιστορία» του τέλους περίπου του 12ου αιώνα μ.Χ. ή των αρχών του 13ου, άγνωστου δημιουργού, στην οποία εναλλάσσονται εικοσιένα τραγουδιστά μέρη και είκοσι μέρη αφήγησης. Το θέμα του είναι προσφιλές για τον αιώνα συγγραφής του και μας θυμίζει παρόμοιες ιστορίες  ερωτευμένων νέων που η τελική ένωσή τους περνάει από διάφορα περιπετειώδη ρομαντικά στάδια. Υπάρχει μια εξωτερική, τυπική θα έλεγα, ομοιότητα με τον Ερωτόκριτο, μεταγενέστερο έργο υψηλής αισθητικής αξίας, κάτι που δεν ισχύει για το «Οκασέν και Νικολέτ». Παρά ταύτα είναι ένα έργο «παραμυθιακό», με όλα σχεδόν τα στοιχεία του χαρακτηρισμού, απλότητα, απόλυτη παραμυθιακή αμεσότητα, «επική» σάτιρα, σχεδόν αντιηρωισμό, εξύμνιση και εσωτερική επικράτηση της γυναίκας αλλά και αφοσίωση και πνεύμα σπινθηροβόλο.
 
Στο έργο (αφήγηση 2) ο κόμης Μπουγκάρ της Βαλάνς έκανε πόλεμο με τον κόμη Γκαρέν της Μποκέρ, τόσο φριχτό και τόσο θανατηφόρο, που δεν ξημέρωνε καμία ημέρα χωρίς να παρουσιαστεί στις πύλες, στα σύνορα της πόλης με εκατό ιππείς και δέκα χιλιάδες στρατιώτες, πεζούς και έφιππους. Του έκαιγε τη γη του, κατέστρεφε τη χώρα του, σκότωνε τους ανθρώπους του…

Ο Οκασέν, θετός γιος του κόμη Γκαρέν  (αν και φορτωμένος με τόσα προτερήματα που δεν υπήρχε χώρος  πάνω του για κανένα ελάττωμα) κυριευμένος  απ’ τον έρωτα για τη Νικολέτ, αρνείται στις επικλήσεις του κόμη να πάρει τα όπλα για να βοηθήσει τους υπηκόους:

«Πατέρα», λέει ο Οκασέν στην ίδια αφήγηση, «τι λέτε; Ο Θεός να μου αρνηθεί ό,τι μπορώ να του ζητήσω αν δεχτώ μια φορά καβαλάρης σε άλογο να πάρω μέρος σε συγκρούσεις και μάχες και ν΄ ανταλλάξω χτυπήματα με ιππείς, αν δεν μου επιτρέψετε να παντρευτώ τη Νικολέτ, γλυκιά μου φίλη που τόσο αγαπώ!»…

Η μητέρα του τον απειλεί, υποδεικνύοντάς του «να πάρει γυναίκα από ψηλή σειρά», ενώ ο κόμης Γκαρέν απαιτεί από τον υποκόμη, νονό της Νικολέτ η οποία αρπάχτηκε από πειρατές στην Καρθαγένη και πουλήθηκε σ’ αυτόν:

(αφήγηση 4 ) «…Κύριε υποκόμη, απομακρύνετε λοιπόν τη Νικολέτ τη βαφτιστικιά σας! Καταραμένη να είναι η γη απ’ όπου οδηγήθηκε σ’ αυτήν εδώ τη χώρα!...Και να είστε σίγουρος ότι αν μπορέσω και την πιάσω, θα την κάψω μέσα σε μια πυρά, κι εσείς ο ίδιος θα μπορείτε να φοβάστε για τη ζωή σας…». Η Νικολέτ έτσι φυλακίζεται σ’ ένα πύργο.

5, τραγουδιστό

Η Νικόλ είναι κλεισμένη φυλακή
σε μια κάμαρα μέσα θολωτή,
που επιδέξια είναι σχεδιασμένη 
και θαυμαστά είναι ζωγραφισμένη.
Στο παράθυρο το μαρμαρένιο 
είναι το κορίτσι ακουμπισμένο.
Είχε τα μαλλιά ξανθά
και τα φρύδια της ζωγραφιστά,
το πρόσωπό της λευκό και φωτεινό,
πιο όμορφη κανείς δεν έχει δει.
Κοίταξε στο πάρκο το μικρό
κι είδε το ρόδο ανοιχτό
και να λαλούνε τα πουλιά, 
κι είπε πως είναι ορφανή:
"Α, εγώ η δύστυχη, η αιχμαλωτισμένη!
Γιατί είμαι εδώ στη φυλακή κλεισμένη;
Οκασέν, νέε μου αφέντη,
η φίλη σας είμαι, ναι,
....................................
αλλά, μα το Θεό, της Μαρίας το γιο,
πολύ εδώ μέσα δε θα ζήσω,
αν το σχέδιό μου πραγματοποιήσω".

Ο Οκασέν (αφήγηση 6) ζητά από τον υποκόμη να ελευθερώσει τη Νικολέτ κι αυτός απαντάει…"Θα ήταν για σας επιζήμιο κέρδος, αφού αιώνια η ψυχή σας θα κατοικούσε στη Κόλαση χωρίς ποτέ να μπει στον Παράδεισο".

-"Στον Παράδεισο τι να κάνω;… Στον Παράδεισο πάνε μόνο οι άνθρωποι που θα σας πω
Αυτοί που πάνε εκεί είναι αυτοί οι γέροι ιερείς, αυτοί οι γέροι σακάτηδες, αυτοί οι κουλοί που όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα μένουν κολλημένοι μπροστά στους βωμούς και μέσα στις παλιές τρύπες… Αλλά θέλω να πάω στην Κόλαση, γιατί στην Κόλαση πάνε οι ωραίοι λόγιοι, οι όμορφοι ιππότες που πεθαίνουν στα πεδία των μαχών…οι άξιοι άντρες…Εκεί πάνε επίσης οι ωραίες κυρίες οι αρκετά περιποιητικές, ώστε να έχουν δύο ή τρεις φίλους εκτός από τον άντρα τους…μ’ αυτούς θέλω να πάω, με τον όρο να έχω μαζί μου τη Νικολέτ, την πολύ γλυκιά μου φίλη".

Κι ο Οκασέν κλείνεται στο παλάτι και θρηνεί.

Ο κόμης της Βαλάνς κάνει νέα έφοδο εναντίον της Μποκέρ και ο Οκασέν αρνείται και πάλι να συνδράμει με τα ίδια λόγια (να μου αρνηθεί ο θεός…)

Καθώς ο κόμης της Μποκέρ φεύγει: - "Πατέρα, λέει, ελάτε: έχω μια καλή συμφωνία να σας προτείνω…"  Κι ο κόμης της Μποκέρ αποδέχεται πως αν ο Οκασέν πάει στη μάχη θα τον αφήσει να πει στη Νικολέτ «δυο τρία λόγια» και να της δώσει ένα φιλί.

9, τραγουδιστό

Άκουσε ο Οκασέν ότι φιλί
Θα ’χει στο γυρισμό:
Χρυσά νομίσματα χιλιάδες εκατό
Δεν θα τον κάναν έτσι ευτυχή.
Πλούσιο ζητάει οπλισμό
Κι έτοιμος είναι, να:
Χιτώνα ντύθηκε μεταλλικό διπλό,
Το κράνος στο κεφάλι του φορά,
Έχει ζωστεί σπαθί μ’ ολόχρυση λαβή
Και στο άτι του έχει ανεβεί,
Το ξίφος, την ασπίδα του κρατά,
Τα δυο του πόδια κοιτά,
Αν είναι στους αναβατήρες του καλά:
Όλα τα βλέπει θαυμαστά.
Τη φίλη του στο νου του βάζει
Και το άτι του κεντά
Που ορμητικά καλπάζει
Κι από την πύλη ίσα τον μπάζει
Στη μάχη.

…αλλά ( αφήγηση 10) σκεφτόταν τόσο τη Νικολέτ, τη γλυκιά του φίλη, που ξεχνούσε τα ηνία και όλα όσα έπρεπε να κάνει.
Ξεχασμένος και απρόσεκτος συλλαμβάνεται αλλά μπροστά στον κίνδυνο να εκτελεστεί αντρειεύεται και στη σύντομη μάχη συλλαμβάνει τον κόμη της Βαλάνς και τον οδηγεί στον Γκαρέν, ζητώντας να πραγματοποιηθούν οι υποσχέσεις.

-"Πατέρα, συνέχισε ο Οκασέν, αφήστε το κήρυγμα, πραγματοποιήστε καλύτερα τις υποσχέσεις σας".

-"Πώς; Ποιες υποσχέσεις αγαπητέ μου γιε;"

Ο Οκασέν θυμωμένος αφήνει ελεύθερο τον κόμη της Βαλάνς και φυλακίζεται απ’ τον πατέρα του σ’ ένα πύργο με ραγισματιές, στις οποίες κρύβεται η Νικολέτ, έχοντας αποδράσει απ’ τη φυλακή της.

13, τραγουδιστό

Η Νικολέτ με το πρόσωπο το φωτεινό
Σε μια κολώνα έχει στηριχτεί,
Άκουσε τον Οκασέν να κλαίει
Και τη φίλη του να νοσταλγεί,
Λοιπόν σ’ αυτόν μιλάει και του λέει:
-Οκασέν, γενναίε κύριε κι αντρειωμένε,
Πλούσιε νέε τιμημένε,
Τι κέρδος έχετε έτσι να θρηνείτε,
Να κλαίτε, να παραπονείστε
Αφού ποτέ δική σας δεν θα με χαρείτε;
Μίσος έχει ο πατέρας σας για μένα
Κι όλη μαζί η οικογένειά σας.
Τη θάλασσα για σας θα την περάσω
Και θα πάω σε βασίλεια ξένα.
Μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά της έχει κομμένη
Και να τη μέσα πεταγμένη.
……………………………………

Στο μεταξύ αναζητείται, μετά την απόδρασή της, από τους φύλακες του Γκαρέν και προειδοποιείται από έναν καλό φύλακα τραγουδιστά:

15, τραγουδιστό

.......................................................
«Εσύ με την ευγενική καρδιά, κορίτσι νέο,
………………………………………………….
Άκου τη συμβουλή:
Απ’ τους προδότες πρόσεξε να φυλαχτείς
Που εδώ σε ζητούν θα δεις,
κάτω από την κάπα το γυμνό σπαθί…

Η Νικολέτ (αφήγηση 18) καταφεύγει στο δάσος και ζητάει από βοσκούς να πουν στον Οκασέν αν περάσει από εκεί πως στο δάσος μέσα υπάρχει ένα πολύ πολύτιμο ζώο…

«Εγώ να του το πω; Έκανε αυτός που μιλούσε καλύτερα απ’ τους άλλους. Στο διάβολο αυτός που ποτέ θα μιλήσει για αυτό και που ποτέ θα του το επαναλάβει! Καθαρά ονειροπολήματα τα λόγια σας: δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτό το δάσος ζώο τόσο πολύτιμο… Είστε μια νεράιδα, δε θέλουμε τη συντροφιά σας …"

Καθώς η Νικολέτ θεωρείται πλέον χαμένη,  ο Οκασέν αποφυλακίζεται και ο πατέρας του διοργανώνει προς τιμή του ένα γλέντι αλλά ο Οκασέν είναι πολύ θλιμμένος και με την παρακίνηση ενός ιππότη (οικονομία υπόθεσης, σ.σ.) πηγαίνει στο δάσος ("εκεί θ' ακούσετε να τραγουδούν τα μικρά πουλιά, και μπορεί και ν' ακούσετε τέτοια λόγια, που θα σας κάνει καλό").

Στο δάσος η Νικολέτ: 

19, τραγουδιστό

.......................................
Κόβει του κρίνου ανθούς,
Χορτάρια του αγρού,
Φυλλώματα μαζί
Και μια καλύβα ωραία έχει φτιάξει,
Τέτοια που δεν έχω ξαναδεί.
Κάνει όρκο στο θεό αληθινά
Πως, αν ο Οκασέν έρθει από κει
Κι απ’ την αγάπη του γι’ αυτή
Λιγάκι δεν ξεκουραστεί,
Δε θα ’ναι φίλος της ποτέ ξανά
Κι ούτε φίλη του αυτή.

Στο μεταξύ ο Οκασέν ψάχνει γι αυτήν πληροφορημένος έμμεσα από τους βοσκούς Εσμερέ και Μαρτινέ, Φριελίν και Γιοχανέ, Ρομπεσόν και Ομπριέ.

25, τραγουδιστό
 
-Σε βλέπω, αστεράκι,
Που σε τραβάει το φεγγαράκι.
Τη Νικολέτ έχει κοντά,
Τη φίλη τη γλυκιά με τα ξανθά μαλλιά.
Νομίζω πως τη θέλει ο θεός
Για το βραδινό φως
……………………………….

Όταν η Νικολέτ (αφήγηση 26) άκουσε τον Οκασέν, ήρθε κοντά του, καθώς δεν ήταν και μακριά. Μπήκε στην καλύβα, έβαλε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του, τον αγκάλιασε και τον έσφιξε πάνω της…

Στον Πύργο της Τορλόρ, που βρέθηκαν οι δυο νέοι μετά από περιπέτειες, όπου ο βασιλιάς «κοιμόταν γιατί απόκτησε γιο και η γυναίκα του ήταν στον πόλεμο στο πλευρό όλων των κατοίκων της χώρας» (έναν πόλεμο με «πολλά φρέσκα τυριά και μήλα και μεγάλα μανιτάρια από τα λιβάδια» και ισχυρά χτυπήματα των νερών:

"...όπου τους πόρους των νερών το πιο πολύ ταράζει,
αυτόν ο κάθε ιππότης πιο πολύ ζητωκραυγάζει,.."

επιτίθενται Σαρακηνοί, λεηλατούν και παίρνουν σε χωριστά καράβια τον Οκασέν και τη Νικολέτ.

Στη θάλασσα (αφήγηση 34) σηκώθηκε τρικυμία και τους χώρισε. Το καράβι του Οκασέν το βρήκε τέτοια θαλασσοταραχή, που εξόκειλε στον πύργο της Μποκέρ. Οι άνθρωποι της χώρας έτρεξαν να λεηλατήσουν το ναυάγιο, βρήκαν τον Οκασέν και τον αναγνώρισαν. Όταν οι κάτοικοι της Μποκέρ είδαν το νέο κύριό τους, ένιωσαν μεγάλη χαρά…Ο πατέρας και η μητέρα του είχαν πεθάνει. Τον μεταφέρανε στον πύργο της Μποκέρ, έγιναν όλοι πολεμιστές του και κυβερνούσε ειρηνικά τη χώρα.

Το καράβι της Νικολέτ (αφήγηση 36) ήταν του βασιλιά της Καρθαγένης κι αυτός ήταν ο πατέρας της κι είχε δώδεκα αδελφούς, όλους πρίγκιπες και βασιλιάδες…Έπλευσαν τόσο, που έφτασαν κάτω απ’ την πόλη της Καρθαγένης, κι όταν η Νικολέτ είδε τα τείχη του πύργου και τη χώρα, αναγνώρισε τον εαυτό της, γιατί εκεί είχε ανατραφεί και είχε αρπαχτεί στα παιδικά της χρόνια…

…Αλλά (αφήγηση 38) συλλογιζόταν με ποιο τέχνασμα θα μπορούσε να ψάξει για τον Οκασέν. Προμηθεύτηκε ένα λυράκι, έμαθε να το παίζει τόσο που μια μέρα θέλησαν να την παντρέψουν μ’ έναν ειδωλολάτρη βασιλιά. Κι αυτή ξέφυγε μές τη νύχτα, έφτασε στο λιμάνι, εγκαταστάθηκε σε μιας γυναίκας στην άκρη της θάλασσας…Μάζεψε ένα χόρτο, άλειψε το κεφάλι και το πρόσωπό της, έτσι που έγινε κατάμαυρη και θαμπή…και μεταμορφώθηκε σε ζογκλέρ. Πήρε το λυράκι της, πήγε σ’ έναν ναυτικό και τον κατάφερε να την πάρει μαζί του… Κι η Νικόλ ξεμπάρκαρε…και προχώρησε παίζοντας σ’ όλη τη χώρα ώσπου έφτασε στον πύργο της Μποκέρ, εκεί όπου βρισκόταν η κατοικία του Οκασέν.

39, τραγουδιστό

Στην Μποκέρ κάτω απ’ τον πύργο
Ήταν μια μέρα ο Οκασέν
Σ’ ένα πέτρινο παγκάκι καθισμένος
Απ’ τους μεγάλους ευγενείς τριγυρισμένος.
Βλέπει τα χόρτα, τα λουλούδια,
Ακούει απ’ τα πουλάκια τα τραγούδια
Και την αγάπη του θυμάται,
Τη Νικολέτ την αντρειωμένη,
Που τόσες, τόσες μέρες είχε αγαπημένη.
Έτσι αναστενάζει και θρηνολογάει.
Και να η Νικόλ στο πέτρινο παγκάκι
Βγάνει το δοξάρι, βγάνει το λυράκι.
Και λέει το λόγο της, μιλάει:
«Ακούστε με μεγάλοι ευγενείς,
Εσείς οι χαμηλά και οι ψηλά εσείς!
Ένα τραγούδι η διάθεσή σας το ζητάει,
Για τον Οκασέν, μεγάλο ευγενή,
Τη Νικολέτ τη δυνατή;
Τόσο η αγάπη τους κρατάει,
Που μες στο δάσος τη ζητάει.
Απ’ της Τορλόρ το κάστρο
Τους άρπαξαν μια μέρα ειδωλολάτρες.
Τίποτα για τον Οκασέν δεν ξέρουμε
Μα η Νικόλ η αντρειωμένη
Στης Καρθαγένης βρίσκεται το κάστρο,
Γιατί ο πατέρας της πολύ την αγαπάει
Που κείνο το βασίλειο κυβερνάει…

Όταν ο Οκασέν (αφήγηση 40) άκουσε τη Νικολέτ να λέει αυτά τα λόγια τρελάθηκε από τη χαρά του. Την πήρε παράμερα και τη ρώτησε:
-"Αγαπημένε φίλε, έκανε αυτός, ξέρετε κάτι γι’ αυτή τη Νικολέτ, για την οποία μόλις τραγουδήσατε;"
-"Κύριε, ναι, ξέρω πως αυτή είναι το πιο γενναιόδωρο πλάσμα, η πιο ευγενής, η πιο τίμια που γεννήθηκε ποτέ. Είναι η κόρη του βασιλιά της Καρθαγένης…"
-"Α, αγαπημένε φίλε", ξαναείπε ο κόμης Οκασέν,"αν δεχόσαστε να επιστρέψετε σ’ αυτή τη χώρα και να της πείτε να έλθει να μου μιλήσει…αλλά την περιμένω και δε θα παντρευτώ παρά μόνο αυτή…"
-"Κύριε, έκανε η Νικολέτ, αν κάνετε όπως λέτε, θα πάω να τη βρω, για σας και γι’ αυτή που αγαπώ πολύ".
………………………………………………….
Αυτή τον άφησε για να πάει στην πόλη στο σπίτι της υποκόμισσας, γιατί ο υποκόμης, ο νονός της, ήταν νεκρός. Έμεινε εκεί και κατέληξε να της διηγηθεί την ιστορία της, σύντομα αναγνωρίστηκε από την υποκόμισσα που κατάλαβε ότι ήταν η Νικολέτ της, αυτή που η ίδια είχε αναθρέψει, και την έλουσε, την έπλυνε, την ξεκούρασε για οχτώ γεμάτες μέρες.

Μάζεψε ένα χορτάρι που λεγόταν "λάμψη" κι αλείφτηκε και ξανάγινε τόσο όμορφη, όσο δεν ήταν ποτέ πριν. Ντύθηκε με ακριβά μεταξωτά ρούχα, που η κυρία είχε πολλά, και κάθησε στο δωμάτιο, σ' ένα μεταξωτό μαξιλαράκι. Έπειτα φώναξε τη συνοδό της και της ζήτησε να πάει να βρει τον Οκασέν, το φίλο της. Έτσι έκανε η κυρία, κι όταν έφτσε στο παλάτι βρήκε τον Οκασέν κλαμένο, να μιλάει για τη Νικολέτ, τη φίλη του, και να λυπάται που αργούσε τόσο. Η κυρία του φώναξε και του είπε:
- "Οκασέν, μη λυπάστε πια, αλλά ελάτε καλύτερα μαζί μου και θα σας δείξω το πλάσμα που αγαπάτε πιο πολύ στον κόσμο, τη Νικολέτ, τη γλυκιά σας φίλη, που από πολύ μακριά ήρθε να σας βρει".
Ο Οκασέν γέμισε χαρά.

41

τραγουδιστό

Μόλις ακούει ο Οκασέν
πως μες στη χώρα έχει ρθει       
η φίλη του με το πρόσωπο το φωτεινό,
χαρά γεμίζει όπως ποτέ.
Με την κυρία πάει μαζί,
μέχρι στο πανδοχείο να βρεθεί.
Και να που στο δωμάτιο είν' εδώ,
που η Νικολέτ βρίσκεται καθιστή.
Όταν το φίλο της βλέπει αυτή,
χαρά γεμίζει όπως ποτέ.
Σ' αυτόν τα βήματά της πάει.
Όταν τη βλέπει ο Οκασέν,
τα χέρια του απλώνει ανοιχτά,
στην αγκαλιά την παίρνει τρυφερά,
το πρόσωπο, τα μάτια της φιλάει.
Έτσι την άφησαν τη νύχτα εκεί
μέχρι την άλλη μέρα το πρωί
που την παντρεύτηκε ο Οκασέν:
Την έκανε κυρία της Μποκέρ.
Μετά έζησαν ενωμένοι ζωή 
ευτυχισμένη.
Τη χαρά ο Οκασέν έχει βρει
κι η Νικολέτ μαζί:
ο τραγουδόμυθός μας τελειώνει εδώ,   
δεν έχω άλλο τίποτα να πω.

μετάφραση, Σπ. Ράνιο, Σ. Σκαρτσής