Η ΑΝΗΘΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΠΟΝΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΕΟΝΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΔΙΠΟΔΑ, ΚΛΑΣΙΚΑ
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΚΛΑΣΙΚΑ | Posted on 10:48 π.μ.
0
Η ανηθικότητα και η (παρα)πολιτική πονηριά του Κρέοντα. Η αντίδραση του Οιδίποδα στον "Οιδίποδα επί Κολωνώ".
(διακρίνεται ο Κρέοντας έρχεται)
ΑΝΤΙΓΟΝΗ.
Χώρα που τόσο σε δοξάζουν οι έπαινοι
στο χέρι σου τώρα η δόξα σου Λάμψε.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ.
Τι κόρη μου τι συμβαίνει;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Βλέπω τον Κρέοντα με τους ανθρώπους του
Έρχεται.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Καλοί μου γέροντες Τώρα
τη σωτηρία μου έχετε.
ΧΟΡΟΣ
Θάρρος.
Προστάτης σου είμαι ας είμαι γέρος,
της χώρας μας η δύναμη αγέραστη είναι.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
ΆΝΔΡΕΣ ΧΘΟΝΌΣ ΤΉΣΔ' ΕΥΓΕΝΕΊΣ ΟΙΚΉΤΟΡΕΣ 728
ΟΡΏ ΤΙΝ' ΥΜΆΣ ΟΜΜΆΤΩΝ ΕΙΛΗΦΌΤΑΣ
ΦΌΒΟΝ ΝΕΏΡΗ ΤΗΣ ΕΜΉΣ ΕΠΕΙΣΌΔΟΥ
ΟΝ ΜΉΤ' ΟΚΝΕΊΤΕ ΜΉΤ' ΑΦΗΤ' ΈΠΟΣ ΚΑΚΌΝ.
ΉΚΩ ΓΑΡ ΟΥΧ' ΩΣ ΔΡΑΝ ΤΙ ΒΟΥΛΗΘΕΊΣ ΕΠΕΊ
ΓΈΡΩΝ ΜΕΝ ΕΙΜΊ ΠΡΟΣ ΠΌΛΙΝ Δ' ΕΠΊΣΤΑΜΑΙ
ΣΘΈΝΟΥΣΑΝ ΉΚΩΝ, ΕΙ ΤΙΝ' ΕΛΛΆΔΟΣ, ΜΈΓΑ
ΑΛΛ' ΆΝΔΡΑ ΤΌΝΔΕ ΤΗΛΙΚΌΣΔ' ΑΠΕΣΤΆΛΗΝ
ΠΕΊΣΩΝ ΈΠΕΣΘΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΑΔΜΕΊΩΝ ΠΈΔΟΝ
ΟΥΚ ΕΞ ΕΝΌΣ ΣΤΕΊΛΑΝΤΟΣ ΑΛΛ' ΑΣΤΏΝ ΎΠΟ
ΠΆΝΤΩΝ ΚΕΛΕΥΣΘΕΊΣ ΟΎΕΧ' ΉΚΈ ΜΟΙ ΓΈΝΕΙ
ΤΑ ΤΟΎΔΕ ΠΕΝΘΕΊΝ ΠΉΜΑΤ' ΕΣ ΠΛΕΊΣΤΟΝ ΠΌΛΕΩΣ.
ΑΛΛ' Ω ΤΑΛΑΙΠΩΡ' ΟΙΔΊΠΟΥΣ, ΚΛΎΩΝ ΕΜΟΎ
ΙΚΟΎ ΠΡΟΣ ΟΊΚΟΥΣ ΠΑΣ ΣΕ ΚΑΔΜΕΊΩΝ ΛΕΏΣ
ΚΑΛΕΊ ΔΙΚΑΊΩΣ ΕΚ ΔΕ ΤΏΝ ΜΆΛΙΣΤ' ΕΓΏ
ΌΣΩΠΕΡ ΕΙ ΜΗ ΠΛΕΊΣΤΟΝ ΑΝΘΡΏΠΩΝ ΈΦΥΝ
ΚΆΚΙΣΤΟΣ ΑΛΓΏ ΤΟΊΣΙ ΣΟΙΣ ΚΑΚΟΊΣ ΓΈΡΟΝ
ΟΡΏΝ ΣΕ ΤΟΝ ΔΎΣΤΗΝΟΝ ΌΝΤΑ ΜΕΝ ΞΈΝΟΝ
ΑΕΊ Δ' ΑΛΉΤΗΝ ΚΑΠΊ ΠΡΟΣΠΌΛΟΥ ΜΙΑΣ
ΒΙΟΣΤΕΡΉ ΧΩΡΟΎΝΤΑ ΤΉΝ ΕΓΏ ΤΆΛΑΣ
ΟΥΚ ΑΝ ΠΟΤ' ΕΣ ΤΟΣΟΎΤΟΝ ΑΙΚΕΊΑΣ ΠΕΣΕΊΝ
ΈΔΟΞ' ΌΣΟΝ ΠΈΠΤΩΚΕΝ ΉΔΕ ΔΎΣΜΟΡΟΣ
ΑΕΊ ΣΕ ΚΗΔΕΎΟΥΣΑ ΚΑ ΤΟ ΣΟΝ ΚΆΡΑ
ΠΤΩΧΏι ΔΙΑΊΤΗι ΤΗΛΙΚΟΎΤΟΣ ΟΥ ΓΑΜΩΝ
ΈΜΠΕΙΡΟΣ ΑΛΛΆ ΤΟΥΠΙΌΝΤΟΣ ΑΡΠΆΣΑΙ
ΆΡ' ΆΘΛΙΟΝ ΤΟΎΝΕΙΔΟΣ Ω ΤΆΛΑΣ ΕΓΏ
ΩΝΕΊΔΙΣ' ΕΣ ΣΕ ΚΑΜΈ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝ ΓΈΝΟΣ;
ΑΛΛ' ΟΥ ΓΑΡ ΈΣΤΙ ΤΑΜΦΑΝΉ ΚΡΎΠΤΕΙΝ, ΣΥ ΝΥΝ
ΠΡΟΣ ΘΕΏΝ ΠΑΤΡΏιΩΝ ΟΙΔΊΠΟΥΣ ΠΕΙΣΘΕΙΣ ΕΜΟΊ
ΚΡΥΨΩΝ ΘΕΛΉΣΑΣ ΆΣΤΥ ΚΑΙ ΔΌΜΟΥΣ ΜΟΛΕΊΝ
ΤΟΥΣ ΣΟΥΣ ΠΑΤΡΏιΟΥΣ ΤΉΝΔΕ ΤΗΝ ΠΌΛΙΝ ΦΊΛΩΣ
ΕΙΠΏΝ ΕΠΑΞΊΑ ΓΑΡ Η Δ΄ΟΊΚΟΙ ΠΛΈΟΝ
ΔΊΚΗι ΣΈΒΟΙΤ' ΑΝ ΟΎΣΑ ΣΗ ΠΆΛΑΙ ΤΡΟΦΌΣ 760
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Άντρες γενιάς ξακουσμένης και χώρας 728
σας ξάφνιασε ο ερχομός μου δεν τον θέλατε
το βλέπω στα μάτια σας
Μην ξαφνιάζεστε όμως, μην ορθώνετε έχθρα
δεν ήρθα για κακό και είμαι γέρος
και την ξέρω την πόλη σας.
Απ' όλες τις πόλεις της Ελλάδας η πρώτη.
Με έστειλαν να πείσω τον γέρο Οιδίποδα
να τον πάρω στη Θήβα.
Όλοι με διάλεξαν δεν με έστειλε ένας
συγγενή του με ξέρουν και πιο πολύ απ' όλους
τις πονώ τις συμφορές του.
(προς τον Οιδίποδα)
Άκου με τυραγνισμένε Οιδίποδα
Γύρνα σε ζητούν οι Θηβαίοι και το δίκιο τους
κι εγώ πιο πολύ
και πονώ να σε βλέπω γέρο και δύστυχο
και να γυρίζεις εξόριστος από γη σε γη
στερημένος
με οδηγό την κόρη σου την άμοιρη
που ποτέ δεν το σκέφτηκα να βασανίζεται τόσο
να σε πορεύει με το τίποτα νέα κοπέλα
χωρίς χαρά γάμου
και στον κίνδυνο μέσα να την αρπάξει ο τυχόντας.
Ντροπή είναι για μένα και για σένα
και τη γενιά μας ολόκληρη και όλη την πόλη
τα ολοφάνερα δεν κρύβονται
μόνος σου όμως κρύψ 'τα
άκου με και πείσου
δέξου να 'ρθεις στη Θήβα και στο πατρικό σου
ευχαριστώντας τούτη την πόλη που σου στάθηκε.
Αλλά πρώτη το δίκαιο το έχει η πατρίδα
αυτή είναι η πρώτη τροφός. 760
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Ω ΠΆΝΤΑ ΤΟΛΜΏΝ ΚΑΠΌ ΠΑΝΤΌΣ ΑΝ ΦΈΡΩΝ 761
ΛΌΓΟΥ ΔΙΚΑΊΟΥ ΜΗΧΆΝΗΜΑ ΠΟΙΚΊΛΟΝ
ΤΙ ΤΑΎΤΑ ΠΕΙΡΆι ΚΑΜΈ ΔΕΎΤΕΡΟΝ ΘΈΛΕΙΣ
ΕΛΕΊΝ ΕΝ ΟΙΣ ΜΆΛΙΣΤ' ΑΝ ΑΛΓΟΊΗΝ ΑΛΟΎΣ;
ΠΡΌΣΘΕΝ ΤΕ ΓΑΡ ΜΕ ΤΟΊΣΙΝ ΟΙΚΕΊΟΙΣ ΚΑΚΟΊΣ
ΝΟΣΟΎΝΘ' ΌΤ' ΗΝ ΜΟΙ ΤΈΡΨΙΣ ΕΚΠΕΣΕΊΝ ΧΘΟΝΌΣ
ΟΥΚ ΉΘΕΛΕΣ ΘΈΛΟΝΤΙ ΠΡΟΣΘΈΣΘΑΙ ΧΆΡΙΝ
ΑΛΛ' ΗΝΊΚ' ΉΔΗ ΜΕΣΤΌΣ Ή ΘΥΜΟΎΜΕΝΟΣ
ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΌΜΟΙΣΙΝ ΉΝ ΔΙΑΙΤΆΣΘΑΙ ΓΛΥΚΎ
ΤΌΤ' ΕΞΕΏΘΕΙΣ ΚΑΞΈΒΑΛΛΕΣ ΟΥΔΈ ΣΟΙ
ΤΟ ΣΥΓΓΕΝΈΣ ΤΟΎΤ' ΟΥΔΑΜΏΣ ΤΌΤ' ΗΝ ΦΊΛΟΝ
ΝΥΝ Τ' ΑΎΘΙΣ ΗΝΊΚ' ΕΙΣΟΡΆΣ ΠΌΛΙΝ ΤΕ ΜΟΙ
ΞΥΝΟΎΣΑΝ ΕΎΝΟΥΝ ΤΉΝΔΕ ΚΑΙ ΓΈΝΟΣ ΤΟ ΠΑΝ
ΠΕΙΡΆι ΜΕΤΑΣΠΆΝ ΣΚΛΗΡΆ ΜΑΛΘΑΚΏΣ ΛΈΓΩΝ
ΚΑΊΤΟΙ ΤΊΣ ΑΎΤΗ ΤΈΡΨΙΣ ΆΚΟΝΤΑΣ ΦΙΛΕΊΝ;
ΏΣΠΕΡ ΤΙΣ ΕΙ ΣΟΙ ΛΙΠΑΡΟΎΝΤΙ ΜΕΝ ΤΥΧΕΊΝ
ΜΗΔΈΝ ΔΙΔΟΊΗ ΜΉΔ' ΕΠΑΡΚΈΣΑΙ ΘΈΛΟΙ
ΠΛΉΡΗ Δ' ΈΧΟΝΤΙ ΘΥΜΌΝ ΩΝ ΧΡΉιΖΟΙΣ ΤΌΤΕ
ΔΩΡΟΊΘ' ΌΤ' ΟΥΔΈΝ Η ΧΆΡΙΣ ΧΆΡΙΝ ΦΈΡΟΙ
ΑΡ' ΑΝ ΜΑΤΑΊΟΥ ΤΉΣΔ' ΑΝ ΗΔΟΝΉΣ ΤΎΧΟΙΣ;
ΤΟΙΑΎΤΑ ΜΕΝΤΟΙ ΚΑΙ ΣΥ ΠΡΟΣΦΈΡΕΙΣ ΕΜΟΊ
ΛΌΓΩι ΜΕΝ ΕΣΘΛΆ, ΤΟΊΣΙΝ Δ' ΈΡΓΟΙΣΙΝ ΚΑΚΆ
ΦΡΆΣΩ ΔΕ ΚΑΙ ΤΟΊΣΔ' ΩΣ ΣΕ ΔΗΛΏΣΩ ΚΑΚΌΝ
ΉΚΕΙΣ ΕΜ' ΆΞΩΝ, ΟΥΧΊΝ' ΕΣ ΔΌΛΟΥΣ ΆΓΗιΣ
ΑΛΛ' ΩΣ ΠΆΡΑΥΛΟΝ ΟΙΚΊΣΗιΣ ΠΌΛΙΣ ΔΕ ΣΟΙ
ΚΑΚΏΝ ΆΝΑΤΟΣ ΤΉΣΔ' ΑΠΑΛΛΑΧΘΉι ΧΘΟΝΌΣ
ΟΥΚ ΈΣΤΙ ΣΟΙ ΤΑΎΤ' ΑΛΛΆ ΣΟΙ ΤΆΔ' ΈΣΤ' ΕΚΕΊ
ΧΏΡΑΣ ΑΛΆΣΤΩΡ ΟΥΜΌΣ ΕΝΝΑΊΩΝ ΑΕΊ
ΈΣΤΙ ΔΕ ΠΑΙΣΊ ΤΟΙΣ ΕΜΟΊΣΙ ΤΗΣ ΕΜΉΣ
ΧΘΟΝΌΣ ΛΑΧΕΊΝ ΤΟΣΟΎΤΟΝ, ΕΝΘΑΝΕΊΝ ΜΌΝΟΝ
ΆΡ' ΟΥΚ ΆΜΕΙΝΟΝ Ή ΣΥ ΤΑΝ ΘΉΒΑΙΣ ΦΡΟΝΏ;
ΠΟΛΛΏι Γ' ΌΣΩιΠΕΡ ΚΑΙ ΣΑΦΕΣΤΈΡΩΝ ΚΛΎΩ
ΦΟΊΒΟΥ ΤΕ ΚΑΥΤΟΎ ΖΗΝΌΣ ΟΣ ΚΕΊΝΟΥ ΠΑΤΉΡ
ΤΟ ΣΟΝ Δ' ΑΦΊΚΤΑΙ ΔΕΎΡ' ΥΠΌΒΛΗΤΟΝ ΣΤΌΜΑ
ΠΟΛΛΉΝ ΈΧΟΝ ΣΤΌΜΩΣΙΝ ΕΝ ΔΕ ΤΩι ΛΈΓΕΙΝ
ΚΆΚ' ΑΝ ΛΆΒΟΙΣ ΤΑ ΠΛΕΊΟΝ Ή ΣΩΤΉΡΙΑ
ΑΛΛ' ΟΊΔΑ ΓΑΡ ΣΕ ΤΑΎΤΑ ΜΗ ΠΕΊΘΩΝ ΊΘΙ
ΗΜΆΣ Δ' ΈΑ ΖΗΝ ΕΝΘΆΔ' ΟΥ ΓΑΡ ΑΝ ΚΑΚΏΣ
ΟΥΔ' ΏΔ' ΈΧΟΝΤΕΣ ΖΏΜΕΝ ΕΙ ΤΕΡΠΟΊΜΕΘΑ 799
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Αδίσταχτε και ανέντροπε 761
και δικαιολογίες όλο τα αίσχη σου!
Γιατί πάλι πας να με βάλεις στο χέρι
και να πέσω να πάθω τα χείριστα;
Τότε που τα δεινά της μοίρας με χτύπησαν
και ήταν ζητούσα το διωγμό για αλάφρωση
αρνιόσουν με κρατούσες
και μετά που με χόρτασαν η ταραχή και το πάθος
και πάλι γλύκανε το σπίτι,
τότε πάλι κλοτσιές και με έδιωχνες
και η συγγένεια που τώρα σε κόφτει
δεν σ΄έκοφτε
και πας να με πάρεις
και γλυκολές τα κακόβουλα
τώρα που βλέπεις την πόλη και το λαό της προ-
[στάτες μου.
Τι χαρά βρίσκεις ν' αγαπάς άνθρωπο που δεν θέλει;
Μοιάζει να παρακαλάς και να μη σου δίνει
και να μη σε θέλει
και μετά που τα βρήκες όλα και χόρτασες
τότε τα χαρίζει, όταν η χάρη δεν είναι χάρη
κούφια χάρη είναι τι να τη δεχτείς.
Έτσι κι εσύ λόγια μου προσφέρεις για τιμές
και δικαίωση
μα το χεριού σου με θέλεις και κέρδος σου.
Και θα το πω και θα σε δείξω.
Ήρθες να με πάρεις όχι στο σπίτι έξω στα σύνορα
εκεί να με βάλεις να είμαι
να μην πάθει η Θήβα από τούτη την πόλη.
Δεν θα σου γίνει δεν θα με κάνεις
δεν θα μερώσει το πνεύμα της εκδίκησής μου
ανάμεσά σας θα 'ναι και θα κάθεται δεν θα φεύγει
κι απ' τη χώρα μου οι γιοι μου τόση γη θα πάρουν
όση ο τάφος τους.
Τα ξέρω λοιπόν για τη Θήβα κι από σένα καλύτερα
τα είπε ο Φοίβος και ο πατέρας του ο Δίας
και ήρθες τώρα και τα ύπουλα λόγια σου
και όλα απρέπεια και ασταμάτητα λες.
Όσα περισσότερα λες, χειρότερο για σένα.
Φύγε. Χάνω τα λόγια μου
άσε με να ζω όπως ζω καλά να ζω
αφού έτσι διαλέγω και μ' αρέσει. 799
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι θαρρείς εγώ χάνω; Εσύ χάνεις.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Κέρδος και χαρά μου είναι που δε μπορούν
τα λόγια σου
ούτε εμένα ούτε αυτούς.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αχ άμοιρε ο χρόνος δε σου 'βαλε μυαλό.
θα ζεις ντροπές γεράζοντας.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Κόβει η γλώσσα σου, μα αυτό δεν χωνεύω
δεν ξέρω δίκαιο άνθρωπο να παινεύει τα πάντα
και τ' αντίθετα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Άλλο να λες πολλά κι άλλο τα καίρια.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Όπως κι εσύ. Τα λίγα σου στην ώρα τους.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Όχι για όποιον έχει τα μυαλά σου.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Φύγε Το λέω και γι αυτούς
και μη σε νοιάζει πού θα μείνω.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μάρτυρες τους έχω πώς απαντάς στους φίλους
και στα χέρια μου αν πέσεις.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Απ' τα χέρια τους με βία;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και χωρίς να σ' αρπάξω το κακό θα το πάθεις.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Τι σημαίνει η φοβέρα;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τη μια σου κόρη την πιάσαν οι άντρες μου.
Την έστειλα κιόλας. Την άλλη, σειρά της.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Ώι! Ώι!
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γρήγορα θα 'χεις να σκούζεις κι άλλο.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Πήρες την κόρη μου;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σε λίγο και την άλλη Τώρα.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Φίλοι μου προστάτες! θα μ' αφήσετε;
Στη γη σας τον αφήνετε τον άσεβο;
ΧΟΡΟΣ
Φύγε ξένε απ' τα σύνορα βγες
άδικα έκανες άδικα κάνεις.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εσείς άντρες μου Πάρτε κι αυτήν.
Αν αρνιέται να τα μάθει τα χέρια σας.
(διαδραματίζεται η σκηνή της αρπαγής)
..............................
(φτάνει ο Θησέας)
ΘΗΣΕΑΣ
Τι φωνές Τι γίνεται γιατί;
Πάνω που θυσίαζα στον Ποσειδώνα της θάλασσας
και του Κολωνού τον προστάτη
ο φόβος σας με σήκωσε.
Να μου πει ένας να μάθω γιατί οι φωνές;
Άθελά μου μ' έκαναν να τρέξω.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Άρχοντα Θησέα τη φωνή σου κατάλαβα!
Έπαθα έπαθα απ' αυτόν τώρα μόλις!
ΘΗΣΕΑΣ
Τι έπαθες ποιος; Πες.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Ο Κρέοντας Αυτός Μου άρπαξε τις κόρες
τη μόνη βοήθειά μου!
ΘΗΣΕΑΣ
Τι;
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Έπαθα άκουσες!
ΘΗΣΕΑΣ
Γρήγορα ένας να πετάξει να τρέξει
ιππείς και πεζούς να φωνάξει
ν' αφήσουν θυσίες και άνεμος να γίνουν
να προφτάσουν
να πιάσουν το σταυροδρόμι μην προσπεράσουν
οι άρπαγες
και περίγελος γίνω που άσκησαν βία
στον τόπο μου!
Γρήγορα τρέξτε.
Κι όσο για αυτόν αν την οργή μου ακράτητη είχα
-όπως το άξιζε-
δεν θα τον άφηναν τα χέρια μου άσπαστο.
..............................
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γιε του Αιγέα
δεν λέω δεν έχει άντρες η πόλη σου
ούτε τα έργα μου άσκεπτα έπραξα.
Σκέφτηκα όμως τι ζήλο να 'χουν οι δικοί σου
να κρατούν και να τρέφουν δικούς μου που θέλω.
Και άντρα πατροκτόνο μιασμένο μητροκοίτη
και παιδιά με τη μάνα του
δεν θα τον ήθελαν.
Ο τόπος σας, ξέρω, έχει σύμβουλο τον Άρειο Πάγο
που τέτοιους μολυσμένους να μένουν
δεν τους θέλει τους διώχνει
σ΄αυτό πίστεψα κι έπραξα έτσι
κι αν δε με καταριόταν ούτε θα το 'κανα
στις κατάρες του αντέδρασα.
Ο θυμός Άρχοντα Θησέα δεν έχει γεράματα
μόνο ο θάνατος τον σβήνει
τους πεθαμένους μόνο δεν οργίζει τίποτα.
Απ' τη μεριά σου τώρα εσύ
ό,τι θέλεις να κάνεις που μόνος μου είμαι
και αδύνατος είμαι κι ας έχω δίκαιο
μα ό,τι και να 'μαι θα το αντισηκώσω το χέρι μου.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Α! ξεδιάντροπε!
Ποιον ντροπιάζεις θαρρείς εσύ ντροπιάζεσαι
φόνους και γάμους και συμφορές ξεστομάς
που άθελα έπαθα οι θεοί μου τους όρισαν
-λόγο θα είχαν με τη γενιά μου παλιό.
Όμως εγώ δεν έχω φταίξιμο να το πληρώσουν
[δικοί μου.
Πες μου.
Αν οι χρησμοί είπαν στον πατέρα μου θα τον πάρει
χέρι παιδιού του
πώς με κατηγορείς φταίχτη;
Που τότε εγώ αγέννητος ήμουν
Και άσμιχτοι ακόμα των γονιών μου οι σπόροι!
Κι αν γεννήθηκα όπως γεννήθηκα Γραμμένος
και πιάστηκα μετά με τον πατέρα μου και τον σκότωσα
μη ξέροντας τι ούτε σε ποιον ενάντια
πώς φτάνεις και με κρίνεις για το Αθέλητο άδικα;
Και το γάμο με τη μάνα μου να λέω
πώς το δέχεσαι πώς μ' αναγκάζεις αδιάντροπε;
Αδελφή σου είναι άθλιε.
Θα πω όμως αφού τον ξεστόμισες.
Έσμιξε μαζί μου συμφορά μου έσμιξε
χωρίς να ξέρω χωρίς να ξέρει
και γιος της ήμουν και παιδιά μαζί μου έκανε
ντρόπιασμα.
Και ξέρεις εσύ αλλά θέλοντας λες μας ντροπιάζεις
εγώ όμως άθελα έσμιξα άθελα τα λέω
και κακούργος δεν είμαι για το γάμο μου
ούτε για τον πατέρα που σκότωσα, που πάντα
το λες και με κρίνεις και με χτυπάς.
..............................
Μα εμένα στα δεινά οι θεοί με όρισαν
και ο πατέρας μου αν ζούσε δεν θ' αντέλεγε
αλλά εσύ είσαι άδικος
και όσα ρητά είτε άρρητα έρθουν στο νου σου
λέγονται λες
και τα λες και με βρίζεις Μπροστά τους.
Και παινεύεις το Θησέα και θαυμάζεις την πόλη του
ότι κυβερνιέται καλά και ξεχνάς τα παινέματα
και ξεχνάς την Αθήνα πως είναι η πρώτη
που ξέρει να σέβεται τους θεούς απ' όλες,
και απ' αυτήν ήρθες σέρνεις ικέτη και γέρο
και τις κόρες μου άρπαξες τις φευγατίζεις.
Για όλα αυτά εγώ προσπέφτω ικετεύω
τις Σεμνές Θεές
να 'ρθουν βοηθοί μου και σύμμαχοι
και να πάθεις να μάθεις τι παλικάρια προστατεύουν
τούτη την πόλη.
ΧΟΡΟΣ
Βασιλιά ο γέροντας είναι καλός
οι συμφορές του τον πήραν πέρα απ' τα όρια.
Αξίζει βοήθεια.
..............................
ΑΝΤΙΓΟΝΗ.
Χώρα που τόσο σε δοξάζουν οι έπαινοι
στο χέρι σου τώρα η δόξα σου Λάμψε.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ.
Τι κόρη μου τι συμβαίνει;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Βλέπω τον Κρέοντα με τους ανθρώπους του
Έρχεται.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Καλοί μου γέροντες Τώρα
τη σωτηρία μου έχετε.
ΧΟΡΟΣ
Θάρρος.
Προστάτης σου είμαι ας είμαι γέρος,
της χώρας μας η δύναμη αγέραστη είναι.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
ΆΝΔΡΕΣ ΧΘΟΝΌΣ ΤΉΣΔ' ΕΥΓΕΝΕΊΣ ΟΙΚΉΤΟΡΕΣ 728
ΟΡΏ ΤΙΝ' ΥΜΆΣ ΟΜΜΆΤΩΝ ΕΙΛΗΦΌΤΑΣ
ΦΌΒΟΝ ΝΕΏΡΗ ΤΗΣ ΕΜΉΣ ΕΠΕΙΣΌΔΟΥ
ΟΝ ΜΉΤ' ΟΚΝΕΊΤΕ ΜΉΤ' ΑΦΗΤ' ΈΠΟΣ ΚΑΚΌΝ.
ΉΚΩ ΓΑΡ ΟΥΧ' ΩΣ ΔΡΑΝ ΤΙ ΒΟΥΛΗΘΕΊΣ ΕΠΕΊ
ΓΈΡΩΝ ΜΕΝ ΕΙΜΊ ΠΡΟΣ ΠΌΛΙΝ Δ' ΕΠΊΣΤΑΜΑΙ
ΣΘΈΝΟΥΣΑΝ ΉΚΩΝ, ΕΙ ΤΙΝ' ΕΛΛΆΔΟΣ, ΜΈΓΑ
ΑΛΛ' ΆΝΔΡΑ ΤΌΝΔΕ ΤΗΛΙΚΌΣΔ' ΑΠΕΣΤΆΛΗΝ
ΠΕΊΣΩΝ ΈΠΕΣΘΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΑΔΜΕΊΩΝ ΠΈΔΟΝ
ΟΥΚ ΕΞ ΕΝΌΣ ΣΤΕΊΛΑΝΤΟΣ ΑΛΛ' ΑΣΤΏΝ ΎΠΟ
ΠΆΝΤΩΝ ΚΕΛΕΥΣΘΕΊΣ ΟΎΕΧ' ΉΚΈ ΜΟΙ ΓΈΝΕΙ
ΤΑ ΤΟΎΔΕ ΠΕΝΘΕΊΝ ΠΉΜΑΤ' ΕΣ ΠΛΕΊΣΤΟΝ ΠΌΛΕΩΣ.
ΑΛΛ' Ω ΤΑΛΑΙΠΩΡ' ΟΙΔΊΠΟΥΣ, ΚΛΎΩΝ ΕΜΟΎ
ΙΚΟΎ ΠΡΟΣ ΟΊΚΟΥΣ ΠΑΣ ΣΕ ΚΑΔΜΕΊΩΝ ΛΕΏΣ
ΚΑΛΕΊ ΔΙΚΑΊΩΣ ΕΚ ΔΕ ΤΏΝ ΜΆΛΙΣΤ' ΕΓΏ
ΌΣΩΠΕΡ ΕΙ ΜΗ ΠΛΕΊΣΤΟΝ ΑΝΘΡΏΠΩΝ ΈΦΥΝ
ΚΆΚΙΣΤΟΣ ΑΛΓΏ ΤΟΊΣΙ ΣΟΙΣ ΚΑΚΟΊΣ ΓΈΡΟΝ
ΟΡΏΝ ΣΕ ΤΟΝ ΔΎΣΤΗΝΟΝ ΌΝΤΑ ΜΕΝ ΞΈΝΟΝ
ΑΕΊ Δ' ΑΛΉΤΗΝ ΚΑΠΊ ΠΡΟΣΠΌΛΟΥ ΜΙΑΣ
ΒΙΟΣΤΕΡΉ ΧΩΡΟΎΝΤΑ ΤΉΝ ΕΓΏ ΤΆΛΑΣ
ΟΥΚ ΑΝ ΠΟΤ' ΕΣ ΤΟΣΟΎΤΟΝ ΑΙΚΕΊΑΣ ΠΕΣΕΊΝ
ΈΔΟΞ' ΌΣΟΝ ΠΈΠΤΩΚΕΝ ΉΔΕ ΔΎΣΜΟΡΟΣ
ΑΕΊ ΣΕ ΚΗΔΕΎΟΥΣΑ ΚΑ ΤΟ ΣΟΝ ΚΆΡΑ
ΠΤΩΧΏι ΔΙΑΊΤΗι ΤΗΛΙΚΟΎΤΟΣ ΟΥ ΓΑΜΩΝ
ΈΜΠΕΙΡΟΣ ΑΛΛΆ ΤΟΥΠΙΌΝΤΟΣ ΑΡΠΆΣΑΙ
ΆΡ' ΆΘΛΙΟΝ ΤΟΎΝΕΙΔΟΣ Ω ΤΆΛΑΣ ΕΓΏ
ΩΝΕΊΔΙΣ' ΕΣ ΣΕ ΚΑΜΈ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝ ΓΈΝΟΣ;
ΑΛΛ' ΟΥ ΓΑΡ ΈΣΤΙ ΤΑΜΦΑΝΉ ΚΡΎΠΤΕΙΝ, ΣΥ ΝΥΝ
ΠΡΟΣ ΘΕΏΝ ΠΑΤΡΏιΩΝ ΟΙΔΊΠΟΥΣ ΠΕΙΣΘΕΙΣ ΕΜΟΊ
ΚΡΥΨΩΝ ΘΕΛΉΣΑΣ ΆΣΤΥ ΚΑΙ ΔΌΜΟΥΣ ΜΟΛΕΊΝ
ΤΟΥΣ ΣΟΥΣ ΠΑΤΡΏιΟΥΣ ΤΉΝΔΕ ΤΗΝ ΠΌΛΙΝ ΦΊΛΩΣ
ΕΙΠΏΝ ΕΠΑΞΊΑ ΓΑΡ Η Δ΄ΟΊΚΟΙ ΠΛΈΟΝ
ΔΊΚΗι ΣΈΒΟΙΤ' ΑΝ ΟΎΣΑ ΣΗ ΠΆΛΑΙ ΤΡΟΦΌΣ 760
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Άντρες γενιάς ξακουσμένης και χώρας 728
σας ξάφνιασε ο ερχομός μου δεν τον θέλατε
το βλέπω στα μάτια σας
Μην ξαφνιάζεστε όμως, μην ορθώνετε έχθρα
δεν ήρθα για κακό και είμαι γέρος
και την ξέρω την πόλη σας.
Απ' όλες τις πόλεις της Ελλάδας η πρώτη.
Με έστειλαν να πείσω τον γέρο Οιδίποδα
να τον πάρω στη Θήβα.
Όλοι με διάλεξαν δεν με έστειλε ένας
συγγενή του με ξέρουν και πιο πολύ απ' όλους
τις πονώ τις συμφορές του.
(προς τον Οιδίποδα)
Άκου με τυραγνισμένε Οιδίποδα
Γύρνα σε ζητούν οι Θηβαίοι και το δίκιο τους
κι εγώ πιο πολύ
και πονώ να σε βλέπω γέρο και δύστυχο
και να γυρίζεις εξόριστος από γη σε γη
στερημένος
με οδηγό την κόρη σου την άμοιρη
που ποτέ δεν το σκέφτηκα να βασανίζεται τόσο
να σε πορεύει με το τίποτα νέα κοπέλα
χωρίς χαρά γάμου
και στον κίνδυνο μέσα να την αρπάξει ο τυχόντας.
Ντροπή είναι για μένα και για σένα
και τη γενιά μας ολόκληρη και όλη την πόλη
τα ολοφάνερα δεν κρύβονται
μόνος σου όμως κρύψ 'τα
άκου με και πείσου
δέξου να 'ρθεις στη Θήβα και στο πατρικό σου
ευχαριστώντας τούτη την πόλη που σου στάθηκε.
Αλλά πρώτη το δίκαιο το έχει η πατρίδα
αυτή είναι η πρώτη τροφός. 760
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Ω ΠΆΝΤΑ ΤΟΛΜΏΝ ΚΑΠΌ ΠΑΝΤΌΣ ΑΝ ΦΈΡΩΝ 761
ΛΌΓΟΥ ΔΙΚΑΊΟΥ ΜΗΧΆΝΗΜΑ ΠΟΙΚΊΛΟΝ
ΤΙ ΤΑΎΤΑ ΠΕΙΡΆι ΚΑΜΈ ΔΕΎΤΕΡΟΝ ΘΈΛΕΙΣ
ΕΛΕΊΝ ΕΝ ΟΙΣ ΜΆΛΙΣΤ' ΑΝ ΑΛΓΟΊΗΝ ΑΛΟΎΣ;
ΠΡΌΣΘΕΝ ΤΕ ΓΑΡ ΜΕ ΤΟΊΣΙΝ ΟΙΚΕΊΟΙΣ ΚΑΚΟΊΣ
ΝΟΣΟΎΝΘ' ΌΤ' ΗΝ ΜΟΙ ΤΈΡΨΙΣ ΕΚΠΕΣΕΊΝ ΧΘΟΝΌΣ
ΟΥΚ ΉΘΕΛΕΣ ΘΈΛΟΝΤΙ ΠΡΟΣΘΈΣΘΑΙ ΧΆΡΙΝ
ΑΛΛ' ΗΝΊΚ' ΉΔΗ ΜΕΣΤΌΣ Ή ΘΥΜΟΎΜΕΝΟΣ
ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΌΜΟΙΣΙΝ ΉΝ ΔΙΑΙΤΆΣΘΑΙ ΓΛΥΚΎ
ΤΌΤ' ΕΞΕΏΘΕΙΣ ΚΑΞΈΒΑΛΛΕΣ ΟΥΔΈ ΣΟΙ
ΤΟ ΣΥΓΓΕΝΈΣ ΤΟΎΤ' ΟΥΔΑΜΏΣ ΤΌΤ' ΗΝ ΦΊΛΟΝ
ΝΥΝ Τ' ΑΎΘΙΣ ΗΝΊΚ' ΕΙΣΟΡΆΣ ΠΌΛΙΝ ΤΕ ΜΟΙ
ΞΥΝΟΎΣΑΝ ΕΎΝΟΥΝ ΤΉΝΔΕ ΚΑΙ ΓΈΝΟΣ ΤΟ ΠΑΝ
ΠΕΙΡΆι ΜΕΤΑΣΠΆΝ ΣΚΛΗΡΆ ΜΑΛΘΑΚΏΣ ΛΈΓΩΝ
ΚΑΊΤΟΙ ΤΊΣ ΑΎΤΗ ΤΈΡΨΙΣ ΆΚΟΝΤΑΣ ΦΙΛΕΊΝ;
ΏΣΠΕΡ ΤΙΣ ΕΙ ΣΟΙ ΛΙΠΑΡΟΎΝΤΙ ΜΕΝ ΤΥΧΕΊΝ
ΜΗΔΈΝ ΔΙΔΟΊΗ ΜΉΔ' ΕΠΑΡΚΈΣΑΙ ΘΈΛΟΙ
ΠΛΉΡΗ Δ' ΈΧΟΝΤΙ ΘΥΜΌΝ ΩΝ ΧΡΉιΖΟΙΣ ΤΌΤΕ
ΔΩΡΟΊΘ' ΌΤ' ΟΥΔΈΝ Η ΧΆΡΙΣ ΧΆΡΙΝ ΦΈΡΟΙ
ΑΡ' ΑΝ ΜΑΤΑΊΟΥ ΤΉΣΔ' ΑΝ ΗΔΟΝΉΣ ΤΎΧΟΙΣ;
ΤΟΙΑΎΤΑ ΜΕΝΤΟΙ ΚΑΙ ΣΥ ΠΡΟΣΦΈΡΕΙΣ ΕΜΟΊ
ΛΌΓΩι ΜΕΝ ΕΣΘΛΆ, ΤΟΊΣΙΝ Δ' ΈΡΓΟΙΣΙΝ ΚΑΚΆ
ΦΡΆΣΩ ΔΕ ΚΑΙ ΤΟΊΣΔ' ΩΣ ΣΕ ΔΗΛΏΣΩ ΚΑΚΌΝ
ΉΚΕΙΣ ΕΜ' ΆΞΩΝ, ΟΥΧΊΝ' ΕΣ ΔΌΛΟΥΣ ΆΓΗιΣ
ΑΛΛ' ΩΣ ΠΆΡΑΥΛΟΝ ΟΙΚΊΣΗιΣ ΠΌΛΙΣ ΔΕ ΣΟΙ
ΚΑΚΏΝ ΆΝΑΤΟΣ ΤΉΣΔ' ΑΠΑΛΛΑΧΘΉι ΧΘΟΝΌΣ
ΟΥΚ ΈΣΤΙ ΣΟΙ ΤΑΎΤ' ΑΛΛΆ ΣΟΙ ΤΆΔ' ΈΣΤ' ΕΚΕΊ
ΧΏΡΑΣ ΑΛΆΣΤΩΡ ΟΥΜΌΣ ΕΝΝΑΊΩΝ ΑΕΊ
ΈΣΤΙ ΔΕ ΠΑΙΣΊ ΤΟΙΣ ΕΜΟΊΣΙ ΤΗΣ ΕΜΉΣ
ΧΘΟΝΌΣ ΛΑΧΕΊΝ ΤΟΣΟΎΤΟΝ, ΕΝΘΑΝΕΊΝ ΜΌΝΟΝ
ΆΡ' ΟΥΚ ΆΜΕΙΝΟΝ Ή ΣΥ ΤΑΝ ΘΉΒΑΙΣ ΦΡΟΝΏ;
ΠΟΛΛΏι Γ' ΌΣΩιΠΕΡ ΚΑΙ ΣΑΦΕΣΤΈΡΩΝ ΚΛΎΩ
ΦΟΊΒΟΥ ΤΕ ΚΑΥΤΟΎ ΖΗΝΌΣ ΟΣ ΚΕΊΝΟΥ ΠΑΤΉΡ
ΤΟ ΣΟΝ Δ' ΑΦΊΚΤΑΙ ΔΕΎΡ' ΥΠΌΒΛΗΤΟΝ ΣΤΌΜΑ
ΠΟΛΛΉΝ ΈΧΟΝ ΣΤΌΜΩΣΙΝ ΕΝ ΔΕ ΤΩι ΛΈΓΕΙΝ
ΚΆΚ' ΑΝ ΛΆΒΟΙΣ ΤΑ ΠΛΕΊΟΝ Ή ΣΩΤΉΡΙΑ
ΑΛΛ' ΟΊΔΑ ΓΑΡ ΣΕ ΤΑΎΤΑ ΜΗ ΠΕΊΘΩΝ ΊΘΙ
ΗΜΆΣ Δ' ΈΑ ΖΗΝ ΕΝΘΆΔ' ΟΥ ΓΑΡ ΑΝ ΚΑΚΏΣ
ΟΥΔ' ΏΔ' ΈΧΟΝΤΕΣ ΖΏΜΕΝ ΕΙ ΤΕΡΠΟΊΜΕΘΑ 799
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Αδίσταχτε και ανέντροπε 761
και δικαιολογίες όλο τα αίσχη σου!
Γιατί πάλι πας να με βάλεις στο χέρι
και να πέσω να πάθω τα χείριστα;
Τότε που τα δεινά της μοίρας με χτύπησαν
και ήταν ζητούσα το διωγμό για αλάφρωση
αρνιόσουν με κρατούσες
και μετά που με χόρτασαν η ταραχή και το πάθος
και πάλι γλύκανε το σπίτι,
τότε πάλι κλοτσιές και με έδιωχνες
και η συγγένεια που τώρα σε κόφτει
δεν σ΄έκοφτε
και πας να με πάρεις
και γλυκολές τα κακόβουλα
τώρα που βλέπεις την πόλη και το λαό της προ-
[στάτες μου.
Τι χαρά βρίσκεις ν' αγαπάς άνθρωπο που δεν θέλει;
Μοιάζει να παρακαλάς και να μη σου δίνει
και να μη σε θέλει
και μετά που τα βρήκες όλα και χόρτασες
τότε τα χαρίζει, όταν η χάρη δεν είναι χάρη
κούφια χάρη είναι τι να τη δεχτείς.
Έτσι κι εσύ λόγια μου προσφέρεις για τιμές
και δικαίωση
μα το χεριού σου με θέλεις και κέρδος σου.
Και θα το πω και θα σε δείξω.
Ήρθες να με πάρεις όχι στο σπίτι έξω στα σύνορα
εκεί να με βάλεις να είμαι
να μην πάθει η Θήβα από τούτη την πόλη.
Δεν θα σου γίνει δεν θα με κάνεις
δεν θα μερώσει το πνεύμα της εκδίκησής μου
ανάμεσά σας θα 'ναι και θα κάθεται δεν θα φεύγει
κι απ' τη χώρα μου οι γιοι μου τόση γη θα πάρουν
όση ο τάφος τους.
Τα ξέρω λοιπόν για τη Θήβα κι από σένα καλύτερα
τα είπε ο Φοίβος και ο πατέρας του ο Δίας
και ήρθες τώρα και τα ύπουλα λόγια σου
και όλα απρέπεια και ασταμάτητα λες.
Όσα περισσότερα λες, χειρότερο για σένα.
Φύγε. Χάνω τα λόγια μου
άσε με να ζω όπως ζω καλά να ζω
αφού έτσι διαλέγω και μ' αρέσει. 799
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι θαρρείς εγώ χάνω; Εσύ χάνεις.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Κέρδος και χαρά μου είναι που δε μπορούν
τα λόγια σου
ούτε εμένα ούτε αυτούς.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αχ άμοιρε ο χρόνος δε σου 'βαλε μυαλό.
θα ζεις ντροπές γεράζοντας.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Κόβει η γλώσσα σου, μα αυτό δεν χωνεύω
δεν ξέρω δίκαιο άνθρωπο να παινεύει τα πάντα
και τ' αντίθετα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Άλλο να λες πολλά κι άλλο τα καίρια.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Όπως κι εσύ. Τα λίγα σου στην ώρα τους.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Όχι για όποιον έχει τα μυαλά σου.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Φύγε Το λέω και γι αυτούς
και μη σε νοιάζει πού θα μείνω.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μάρτυρες τους έχω πώς απαντάς στους φίλους
και στα χέρια μου αν πέσεις.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Απ' τα χέρια τους με βία;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και χωρίς να σ' αρπάξω το κακό θα το πάθεις.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Τι σημαίνει η φοβέρα;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τη μια σου κόρη την πιάσαν οι άντρες μου.
Την έστειλα κιόλας. Την άλλη, σειρά της.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Ώι! Ώι!
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γρήγορα θα 'χεις να σκούζεις κι άλλο.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Πήρες την κόρη μου;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σε λίγο και την άλλη Τώρα.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Φίλοι μου προστάτες! θα μ' αφήσετε;
Στη γη σας τον αφήνετε τον άσεβο;
ΧΟΡΟΣ
Φύγε ξένε απ' τα σύνορα βγες
άδικα έκανες άδικα κάνεις.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εσείς άντρες μου Πάρτε κι αυτήν.
Αν αρνιέται να τα μάθει τα χέρια σας.
(διαδραματίζεται η σκηνή της αρπαγής)
..............................
(φτάνει ο Θησέας)
ΘΗΣΕΑΣ
Τι φωνές Τι γίνεται γιατί;
Πάνω που θυσίαζα στον Ποσειδώνα της θάλασσας
και του Κολωνού τον προστάτη
ο φόβος σας με σήκωσε.
Να μου πει ένας να μάθω γιατί οι φωνές;
Άθελά μου μ' έκαναν να τρέξω.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Άρχοντα Θησέα τη φωνή σου κατάλαβα!
Έπαθα έπαθα απ' αυτόν τώρα μόλις!
ΘΗΣΕΑΣ
Τι έπαθες ποιος; Πες.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Ο Κρέοντας Αυτός Μου άρπαξε τις κόρες
τη μόνη βοήθειά μου!
ΘΗΣΕΑΣ
Τι;
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Έπαθα άκουσες!
ΘΗΣΕΑΣ
Γρήγορα ένας να πετάξει να τρέξει
ιππείς και πεζούς να φωνάξει
ν' αφήσουν θυσίες και άνεμος να γίνουν
να προφτάσουν
να πιάσουν το σταυροδρόμι μην προσπεράσουν
οι άρπαγες
και περίγελος γίνω που άσκησαν βία
στον τόπο μου!
Γρήγορα τρέξτε.
Κι όσο για αυτόν αν την οργή μου ακράτητη είχα
-όπως το άξιζε-
δεν θα τον άφηναν τα χέρια μου άσπαστο.
..............................
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γιε του Αιγέα
δεν λέω δεν έχει άντρες η πόλη σου
ούτε τα έργα μου άσκεπτα έπραξα.
Σκέφτηκα όμως τι ζήλο να 'χουν οι δικοί σου
να κρατούν και να τρέφουν δικούς μου που θέλω.
Και άντρα πατροκτόνο μιασμένο μητροκοίτη
και παιδιά με τη μάνα του
δεν θα τον ήθελαν.
Ο τόπος σας, ξέρω, έχει σύμβουλο τον Άρειο Πάγο
που τέτοιους μολυσμένους να μένουν
δεν τους θέλει τους διώχνει
σ΄αυτό πίστεψα κι έπραξα έτσι
κι αν δε με καταριόταν ούτε θα το 'κανα
στις κατάρες του αντέδρασα.
Ο θυμός Άρχοντα Θησέα δεν έχει γεράματα
μόνο ο θάνατος τον σβήνει
τους πεθαμένους μόνο δεν οργίζει τίποτα.
Απ' τη μεριά σου τώρα εσύ
ό,τι θέλεις να κάνεις που μόνος μου είμαι
και αδύνατος είμαι κι ας έχω δίκαιο
μα ό,τι και να 'μαι θα το αντισηκώσω το χέρι μου.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Α! ξεδιάντροπε!
Ποιον ντροπιάζεις θαρρείς εσύ ντροπιάζεσαι
φόνους και γάμους και συμφορές ξεστομάς
που άθελα έπαθα οι θεοί μου τους όρισαν
-λόγο θα είχαν με τη γενιά μου παλιό.
Όμως εγώ δεν έχω φταίξιμο να το πληρώσουν
[δικοί μου.
Πες μου.
Αν οι χρησμοί είπαν στον πατέρα μου θα τον πάρει
χέρι παιδιού του
πώς με κατηγορείς φταίχτη;
Που τότε εγώ αγέννητος ήμουν
Και άσμιχτοι ακόμα των γονιών μου οι σπόροι!
Κι αν γεννήθηκα όπως γεννήθηκα Γραμμένος
και πιάστηκα μετά με τον πατέρα μου και τον σκότωσα
μη ξέροντας τι ούτε σε ποιον ενάντια
πώς φτάνεις και με κρίνεις για το Αθέλητο άδικα;
Και το γάμο με τη μάνα μου να λέω
πώς το δέχεσαι πώς μ' αναγκάζεις αδιάντροπε;
Αδελφή σου είναι άθλιε.
Θα πω όμως αφού τον ξεστόμισες.
Έσμιξε μαζί μου συμφορά μου έσμιξε
χωρίς να ξέρω χωρίς να ξέρει
και γιος της ήμουν και παιδιά μαζί μου έκανε
ντρόπιασμα.
Και ξέρεις εσύ αλλά θέλοντας λες μας ντροπιάζεις
εγώ όμως άθελα έσμιξα άθελα τα λέω
και κακούργος δεν είμαι για το γάμο μου
ούτε για τον πατέρα που σκότωσα, που πάντα
το λες και με κρίνεις και με χτυπάς.
..............................
Μα εμένα στα δεινά οι θεοί με όρισαν
και ο πατέρας μου αν ζούσε δεν θ' αντέλεγε
αλλά εσύ είσαι άδικος
και όσα ρητά είτε άρρητα έρθουν στο νου σου
λέγονται λες
και τα λες και με βρίζεις Μπροστά τους.
Και παινεύεις το Θησέα και θαυμάζεις την πόλη του
ότι κυβερνιέται καλά και ξεχνάς τα παινέματα
και ξεχνάς την Αθήνα πως είναι η πρώτη
που ξέρει να σέβεται τους θεούς απ' όλες,
και απ' αυτήν ήρθες σέρνεις ικέτη και γέρο
και τις κόρες μου άρπαξες τις φευγατίζεις.
Για όλα αυτά εγώ προσπέφτω ικετεύω
τις Σεμνές Θεές
να 'ρθουν βοηθοί μου και σύμμαχοι
και να πάθεις να μάθεις τι παλικάρια προστατεύουν
τούτη την πόλη.
ΧΟΡΟΣ
Βασιλιά ο γέροντας είναι καλός
οι συμφορές του τον πήραν πέρα απ' τα όρια.
Αξίζει βοήθεια.
..............................
*
…Τι
μπορείς πια να δεις τυφλέ γιε του Λάιου στην εποχή της λογικής, στους καιρούς
της παραφροσύνης;
Εκτός
και αν, όπως διαισθάνεται ο ποιητής της Πάτμου, έχεις ένα μάτι παραπάνω για να
δεις μέσα από τις καταστροφές, πέρα απ’ τις καταστροφές, μέσα και πέρα από τον
τόπο της σφαγής και την κοιλάδα των δακρύων…
Der
König Oedipus hat ein Auge zuviel vielleicht – Ο βασιλιάς Οιδίποδας ίσως και να ’χει ένα
μάτι παραπάνω. Ο περίφημος στίχος ανήκει
σε ένα ποίημα απίστευτης ομορφιάς και βάθους, το In lieblicher Bläue…
- Σ’ ευφρόσυνο γλαυκό…γραμμένο όψιμα από τον Χαίλντερλιν, στα χρόνια της
Μεγάλης Σιγής που ονομάσανε «χρόνια της παραφροσύνης» του. Στο ποίημα, όμως,
αυτό της τρέλας συμπυκνώνεται όλη η ποιητική Λογική που αναζητούσε σε όλη του
τη ζωή.
Το
ποίημα «Σ’ ευφρόσυνο γλαυκό» κορυφώνεται στο τρίτο μέρος με την τραγωδία του
Οιδίποδα, εικόνα που συμπυκνώνει όλη την τραγωδία του ανθρώπου:
«Όταν
κάποιος κοιτάζει στον καθρέφτη, ένας άνδρας, και βλέπει εκεί μέσα σαν
ζωγραφισμένη την εικόνα του, η εικόνα μοιάζει με τον άνδρα. Μάτια έχει η
εικόνα του ανθρώπου, μα το φεγγάρι φως. Ο βασιλιάς Οιδίποδας ίσως να ’χει ένα
μάτι παραπάνω. Τα πάθη τούτου του ανθρώπου μοιάζουν απερίγραπτα, άφατα,
ανέκφραστα».
Η
ύβρις του Οιδίποδα, το κατά τον Χαίλντερλιν nefas, ξεπερνά την πατροκτονία και την
αιμομιξία και επικεντρώνεται στην «παράφρονα αναζήτηση μιας συνείδησης» που
αναμετριέται με το Θεϊκό. Η ρίζα της τραγικής μοίρας του γιου του Λάιου
βρίσκεται στην "Οιδιπόδα σοφίαν" που ο Πίνδαρος έχει την τόλμη να ζητά στον 4ο
Πυθιόνικο, να μάθουμε κι εμείς. Τη σοφία που αναζητά τη λύση στο αίνιγμα της
ζωής και του θανάτου.
Στο
ποίημα του Χαίλντερλιν, η μορφή του Οιδίποδα συνοδεύεται από εκείνη του Ηρακλή
και των Διόσκουρων που υπέφεραν κι αυτοί.
Αυτό
που ζητά παράφρονα ο Οιδίποδας, αυτό που του λείπει, το βλέπει με το παραπάνω
μάτι που ίσως έχει στην κατάληξη του ποιήματος
«Γιε
του Λάιου, φτωχέ ξένε στη χώρα της Ελλάδος! Η ζωή είναι θάνατος κι ο θάνατος
μια ζωή».
Οι
τελευταίες λέξεις – auch
ein
Leben
– ανήκουν στη ζωή. Μ’ όλη
και παρόλη την οδύνη και τον μόχθο και τα πάθη τα απερίγραπτα. Αυτή τη γραφή
διαβάζει στον τοίχο της Ιστορίας το παραπάνω μάτι του Οιδίποδα, το τρίτο μάτι
της ποίησης…
Το
παραπάνω μάτι είναι το μάτι ενός που είναι πάντα ξένος μέσα στην ίδια τη
γενέθλιά του χώρα. Άρα είναι το μάτι του ποιητή, η ίδια η Ποίηση. Κι η Ποίηση
έχει τη ρίζα της στην αμφίβολη, επικίνδυνη – ή μήπως σωτήρια; - Σοφία
του Οιδίποδα. Μια σοφία που αρχή της είναι όχι ο φόβος Κυρίου αλλά ο τρόμος
της αρχέγονης σκηνής, εκεί όπου ζωή και θάνατος αλληλοπλέκονται. Το τερατώδες
σύμπλεγμα. Όλη η ξέφρενη, παράφρων αναζήτηση συνείδησης από τον Οιδίποδα
γίνεται για να λυθεί αυτό το αίνιγμα; Πού η ζωή; Πού ο θάνατος; Και πού το
ανάμεσό τους;
Το
ανάμεσο είναι το τρίτο, το παραπάνω, ό,τι γεννάται από την αλληλοπλοκή ζωής και
θανάτου και την ξεπερνά. Η ποίηση.Ίσως.
Ο
Charles
Segal,
στη λαμπρή του ανάγνωση του 4ου Πυθιόνικου, σημειώνει: «…και η
ποίηση υπάρχει στο αμοιβαίο παιχνίδι της δουλειάς του τεχνίτη και της σοφίας,
της σαγήνης και της αλήθειας, των καλών και των κακών φαρμάκων. Αρνείται να
αφήσει το έδαφος της θνητότητάς της και σε κάθε σημείο αναγνωρίζει την
πολυπλοκότητα της διαμεσολάβησής της ανάμεσα στο θεϊκό και το ανθρώπινο. Αυτό
είναι ίσως το έσχατο νόημα της σοφίας του Οιδίποδα…»
Η
ίδια η Πινδαρική ωδή που μας προτρέπει να γνωρίσουμε την ατραπό της Οιδιπόδειας
σοφίας, καταλήγει ανυψώνοντας την ποίηση σε «παγάν αμβροσίων επέων», πηγή λόγων
που δίνουν αθανασία.
Σάββας Μιχαήλ
_____
_____
Δημήτρης Λιαντίνης, Η Ανάληψη του Οιδίποδα.