GUNTER GRASS, ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΑΣ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:14 π.μ.

0


Ο Gunter Grass γεννήθηκε το 1927 στο Ντάντσιγκ και είναι διάσημος κυρίως για το πεζογραφικό του έργο…Είναι ακόμα γνωστός και για τα θεατρικά του έργα, και σαν ταλαντούχος ζωγράφος και γραφίστας. Μέχρι το 1975 κυκλοφόρησαν πέντε ποιητικές του συλλογές, που τον καθιέρωσαν σαν έναν από τους πιο αξιόλογους μεταπολεμικούς ποιητές της Γερμανίας. Από το 1965 υπήρξε ενεργό μέλος και υποψήφιος βουλευτής στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.

Σκληρά…τα ποιήματα του Grass, καταγράφουν, συχνά με περίτεχνους συμβολισμούς κι αναφορές, το παλιό και το σύγχρονο αδιέξοδο της ζωής όπου η ανθρώπινη πορεία διαγράφεται σαν μια προέκταση απ’ τις αδέξιες αμήχανες κινήσεις του εμβρύου καθώς αγωνίζεται να κρατηθεί και ν’ αντέξει στη σκοτεινή μήτρα του κόσμου.


Μέσα στο αυγό

Ζούμε μέσα στ' αυγό.

Έχουμε χαράξει τη μέσα μεριά

Απ’ το τσόφλι με τα βρώμικα σχέδια

Και τα μικρά ονόματα των εχθρών μας.

Εκκολαπτόμαστε.

Όποιος και να μας εκκολάπτει

Εκκολάπτει μαζί και τα μολύβια μας.

Βγαίνοντας απ’ το αυγό μια μέρα

Θα σας σχεδιάσουμε αμέσως μια εικόνα

Του εκκολάπτη μας.

Υποθέτουμε πως μας εκκολάπτουν.

Φανταζόμαστε κάποιο καλοσυνάτο πουλερικό

Και γράφουμε εκθέσεις. Εκθέσεις

Για το χρώμα και τη ράτσα

Της κλώσσας μας.

Πότε θα σπάσουμε το τσόφλι;

Οι προφήτες μας μέσα στο αυγό

Αντί μετρίου μισθού ερίζουν

Πάνω στη διάρκεια της εκκόλαψης.

Από πλήξη και πραγματικά ανάγκη

Έχουμε εφεύρει εκκολαπτήρια.

Νοιαζόμαστε πολύ για τους απογόνους μας μέσα στ’ αυγό.

Θα χαιρόμαστε να συστήσουμε την πατέντα μας

Στην κλώσσα που μας φροντίζει.

Όμως έχουμε μια στέγη πάνω απ’ τα κεφάλια μας.

Ξεμωραμένα κοτοπουλάκια

Πολύγλωσσα έμβρυα

Φλυαρούνε όλη τη μέρα

Και σχολιάζουν ακόμα και τα όνειρά τους.

Και τι γίνεται αν δεν μας εκκολάψουν;

Αν ο ορίζοντάς είναι μονάχα

Τα ορνιθοσκαλίσματά μας και δεν αλλάξει;

Ελπίζουμε ότι μας εκκολάπτουν.

Κι αν ακόμα μιλάμε μόνο για εκκόλαψη

Παραμένει πάντα ο φόβος ότι κάποιος

Έξω απ’ το τσόφλι μας θα νιώσει πεινασμένος

Και θα μας πετάξει μες το τηγάνι με μια πρέζα αλάτι.

Και τι θα κάνουμε τότε εν αυγώ αδελφοί μου;

*

Ανοιχτή γκαρνταρόμπα

Στο κάτω μέρος είναι τα παπούτσια.

Φοβούνται μια μέλισσα

στην έξοδο,

μια δεκάρα στην επιστροφή

μια μέλισσα και μια δεκάρα που μπορεί

να την πατήσουν

μέχρι να χωρέσει το αποτύπωμά τους.

Στο πάνω μέρος είναι το σπίτι του σκούφου.

Απίστευτα πούπουλα.

Πώς λεγόταν το πουλί,

κατά πού τράβηξε το βλέμμα του

μόλις είδε ότι παραήταν παρδαλά τα φτερά του;

Οι άσπρες μπαλίτσες κοιμισμένες στις τσέπες

ονειρεύονται σκόρους.

Εδώ λείπει ένα κουμπί,

η ζώνη κουρασμένο φίδι.

Πένθιμο μετάξι

μαργαρίτες κι άλλα εύφλεκτα λουλούδια,

Φθινόπωρο που γίνεται φόρεμα.

Κάθε Κυριακή χορτασμένη από σάρκα

και το αλάτι του τσαλακωμένου λινού.

Πριν η γκαρνταρόμπα σωπάσει και γίνει ξύλο,

ένας μακρινός συγγενής του πεύκου –

Ποιος θα φοράει το παλτό

σαν πεθάνεις;

Ποιος θα κουνήσει το χέρι του μες στο μανίκι,

προλαβαίνοντας κάθε κίνηση;

Ποιος θα σηκώσει το κολάρο

θα σταματήσει μπροστά στις φωτογραφίες

και θα ’ναι κάτω απ’ την ανεμόδαρτη καμπάνα;

*

Πτυσσόμενες καρέκλες

Πόσο θλιβερές είναι αυτές οι αλλαγές.

Οι άνθρωποι ξεβιδώνουν τις ταμπέλες

με τα ονόματά τους απ’ τις πόρτες,

παίρνουν την κατσαρόλα με το λάχανο

και την ξαναζεσταίνουν σ’ έναν άλλο τόπο.

Τι σόι έπιπλα είναι αυτά

που κεντρίζουν την ιδέα της αναχώρησης;

Οι άνθρωποι μαζεύουν τις πτυσσόμενες

καρέκλες τους και μεταναστεύουν.

Πλοία φορτωμένα με νοσταλγία και

την έντονη τάση για εμετό

μεταφέρουν πατενταρισμένους καθιστικούς

μηχανισμούς και τους χωρίς πατέντα ιδιοκτήτες τους

πέρα δώθε.

Τώρα και στις δυο πλευρές του μεγάλου ωκεανού

υπάρχουν πτυσσόμενες καρέκλες.

Πόσο θλιβερές είναι αυτές οι αλλαγές.

(επιμέλεια, Βασίλης Καραβίτης)



ΚΟΙΤΕΤΑΙ Ο ΠΛΙΑΣΚΑΣ / ΣΗΚΩΝΟΜΑΙ ΠΟΛΥ ΤΑΧΙΑ, ΔΥΟ ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:51 π.μ.

0



Κοίτεται ο Πλιάσκας, κοίτεται, στον Πλάτανο, στη βρύση.

Με τα ποδάρια στο νερό, πάλι νερό γυρεύει.

Με τα πουλιά κουβέντιαζε και με τα χιλιδόνια.

«Τάχα, πουλιά μ’, θα γιατρευτώ, τάχα, πουλιά μ’, θα γειάνω;»

«Πλιάσκα σα θέλης γιατριά, σα θέλεις για να γειάνεις,

έβγα ψηλά στον Όλυμπο και στες κρύες βρυσούλες

’κει κάνουν οι κλέφτες μαζωξιά, τα δώδεκα πρωτάτα,

εκεί μοιράζουν το λουφέ, μοιράζουν βελαέτια.

Ο Τσάρας παίρν’ την Ποταμιά, Ταμπάκης Ελασσώνα,

και τα μικρά Μπζιοτόπουλα, παίρνουνε τα Σερβιώτικα.

(συλλογή Α. Ιατρίδη, 1859)

*

Σηκώνομαι πολύ ταχιά, δυο ώρες όσο να φέξη,

παίρνω νερό και νίβομαι, νερό να ξαγρυπνήσω,

’κούγω τα πεύκα και βροντούν και τες οξυές να τρίζουν,

και τα γιατάκια των κλεφτών κλαίγουν για τον Βαρτζόγη.

«Για σήκω απ’ αύτου Γιώτη μου και μη βαριά κοιμάσαι,

τι η παγανιά μας πλάκωσε, και θέλει μας βαρέσει».

-«Για πιάστε με να σηκωθώ, και βάλτε με να κάτσω,

και φέρτε μου γλυκό κρασί να πιω για να μεθύσω,

να ειπώ τραγούδια θλιβερά, τραγούδια λυπημένα.

Τι να σας πω μωρέ παιδιά, τι να σας μολογήσω;

Φαρμακερό το λάβωμα, πικρό και το μολύβι».

(συλλογή W. Von Haxthausen, 1935 )

__________

Τα κλέφτικα τραγούδια, που δημιουργήθηκαν τον 18ο και στις αρχές του 19ου αι., δεν απαγγέλλονταν ποτέ. Τραγουδιόντουσαν πάντα, είτε σε αργή μελωδία είτε σε χορευτική. Η μελωδική μάλιστα φράση δεν εκτείνεται μονάχα στον δεκαπεντασύλλαβο, παρά απλώνεται και στο πρώτο ημιστίχιο του επόμενου στίχου- περιλαμβάνει δηλαδή έτσι ενάμισι στίχο. Το φαινόμενο αυτό μελετήθηκε από τον φιλόλογο και μουσικό Baud-Bovy («Μελέτες για το κλέφτικο τραγούδι», 1958). Τα τραγούδια τραγουδιούνται πια για τη χαρά και μόνο της μελωδίας, ενώ παλιότερα τραγουδιόνταν και για τη χαρά της ποίησης. Όταν τ’ ακούμε, χαιρόμαστε τη μουσική, αλλά δύσκολα παρακολουθούμε τα λόγια, που μπερδεύονται αρκετά με μια σειρά από τσακίσματα, επιφωνήματα, αναδιπλώσεις λέξεων και στίχων, έτσι που χάνεται κάπως ο εκφραστικός ειρμός. Πίσω όμως από όλα αυτά τα- περιττά από ποιητική άποψη- σχήματα, που εξυπηρετούν μονάχα τη μελωδία, παρουσιάζεται- στα παλιότερα κλέφτικα δηλαδή- ένα ποιητικό κείμενο σφιχτοδεμένο, νοηματικά άρτιο και με αργό ρυθμό στην αφήγηση.

Αλέξης Πολίτης

"SOLO LE PIDO A DIOS", ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΖΗΤΑΩ ΑΠ' ΤΟ ΘΕΟ, Μ' ΕΝΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ, ΜΟΥΣΙΚΗ Ή ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:02 π.μ.

0


Το μόνο που ζητάω απ’ το θεό είναι
ο πόνος να μη μου είναι αδιάφορος.
Ο στεγνός θάνατος να μη με βρει
άδειο και μόνο χωρίς να έχω κάνει αρκετά.

Το μόνο που ζητάω απ’ το θεό είναι
το άδικο να μη μου είναι αδιάφορο.
Να μη μου χαστουκίσουν και το άλλο μάγουλο
μετά από μια δαγκάνα που γρατσούνισε την τύχη μου.

Το μόνο που ζητάω απ’ το θεό είναι
ο πόλεμος να μη μου είναι αδιάφορος.
Είναι ένα μεγάλο θηρίο που πατάει βαριά
όλη τη φτωχή αθωότητα του κόσμου.

Το μόνο που ζητάω απ’ το θεό είναι
η απάτη να μη μου είναι αδιάφορη.
Εάν ένας προδότης μπορεί περισσότερα από μερικούς
αυτοί οι μερικοί να μην το ξεχάσουν εύκολα.

Το μόνο που ζητάω απ’ το θεό είναι
το μέλλον να μη είναι αδιάφορο.
Απελπισμένος είναι αυτός που πρέπει να φύγει,
να ζήσει σε έναν άλλο πολιτισμό.

Το μόνο που ζητάω απ’ το θεό είναι
ο πόλεμος να μη μου είναι αδιάφορος.
Είναι ένα μεγάλο θηρίο που πατάει βαριά
όλη τη φτωχή αθωότητα του κόσμου

_____

τραγούδι, Mercedes Sosa / Μερσέδες Σόσα

μετάφραση, Maria Rosario Lazcano (Μαρία Ροσάριο Λαθκάνο),

(ευχαριστώ και τη δ. Ελένη Σπυροπούλου που ενδιαφέρθηκε για την επαφή)

Η "ΦΑΡΣΑ" ΣΤΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ, ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:29 π.μ.

0


Στα πλαίσια της σύγχρονης προσπάθειας να παρακαμφθεί το θεσμικό θέατρο με την επιστροφή στο τυπικό δράμα και τις παντομίμες των πλανόδιων θιάσων, ο ψυχολογικός ρόλος της φάρσας και η μόνιμη δημοτικότητα των πλανόδιων μίμων αποτελούν, βέβαια, θέματα πολύ σημαντικά. Είναι άραγε η φάρσα ένα διέξοδο για τη συντηρητική και πειθαρχημένη κοινωνία που γυρεύει κάπου να ξεσπάσει; Ή μήπως είναι μια απόλαυση που μπορούν να τη χαρούν μονάχα όσοι είναι ικανοί να αγνοήσουν τους περιοριστικούς κοινωνικούς κανόνες του χτες; Και γιατί άραγε, στον εικοστό αιώνα, η τεχνική της φάρσας να χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για τη δημιουργία έργων με «μαύρο χιούμορ» για το θέατρο του Παράλογου;

«Δεν έχω ακόμα συναντήσει κανέναν ορισμό της Φάρσας κι ούτε θα τολμούσα εγώ πρώτος να την προσδιορίσω. Δεν ξέρω γιατί, κατά κακή της τύχη, θεωρείται από το ευρύ κοινό το πιο αξιοκαταφρόνητο θεατρικό είδος» (Nahum Tate, Πρόλογος στο «Δούκας ή καθόλου Δούκας», έκδοση του 1693).

Την εποχή όπου, νεοδιορισμένος ποιητής στην υπηρεσία του Βασιλικού Οίκου της Μεγάλης Βρετανίας, ο Nahum Tate ξεσπάθωσε για να υπερασπίσει τη Φάρσα, στα 1693, οι λογοτέχνες συνάδελφοί του συνήθιζαν να χρησιμοποιούν τη λέξη σαν όρο περιφρονητικό. Ο Thomas Rhymer λόγου χάριν είχε βάναυσα καταδικάσει τον Othello του Shakespeare, αποκαλώντας τον «χυδαία φάρσα, ανάλατη και ανούσια»…Όμως, στη γλώσσα της κριτικής, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται συνήθως σήμερα με μια έννοια πιο δημιουργική, για να προσδιορίσει ένα ιδιαίτερο είδος κωμωδίας…

Η Φάρσα έχει φτάσει κάπως αργοπορημένη στο λεξιλόγιο της θεατρικής ορολογίας. Σε αντίθεση με τους όρους «κωμωδία», «τραγωδία» ακόμα και «σάτιρα» η χρήση της δεν έχει κατακυρωθεί από την κλασική λογοτεχνία. Και πραγματικά, τόσο στο Ελληνικό όσο και στο Ρωμαϊκό θέατρο φαίνεται να διαχώριζαν ανέκαθεν τις ποικίλες μορφές της κωμωδίας σύμφωνα με τα θέματά τους, πολύ περισσότερο παρά σύμφωνα με το «κωμικό» τους ύφος. Έτσι, η Παλαιά Κωμωδία ταυτιζόταν με τη γελοιοποίηση των ατόμων, η Νέα Κωμωδία με τις οικογενειακές δολοπλοκίες και περιπέτειες, η fabula (comoedia) atellana αναφερόταν σε φάρσες και θέματα προερχόμενα από την αγροτική περιοχή της Atella κ.λπ. Τα ελάχιστα, μολαταύτα, που γνωρίζουμε για τις καταβολές του ελληνικού κλασικού δράματος υποδηλώνουν πως οι Αθηναίοι θεατρικοί συγγραφείς του πέμπτου αιώνα προ Χριστού αντλούσαν το υλικό τους από παλιές παραδόσεις, σχετικές με παραστάσεις κωμωδίας σε χωριά, παραστάσεις πολύ αγαπητές στους Έλληνες Δωριείς, ιδιαίτερα μάλιστα όταν προέρχονταν απ’ την γειτονική πόλη των Μεγάρων. Ίσως να επρόκειτο για ερασιτεχνικά σύντομα έργα βασισμένα σε φάρσες, που προμήθευαν υλικό για περισσότερα λογοτεχνικά θεατρικά έργα, με τον ίδιο τρόπο που και τα λαϊκά δράματα προσφέρουν το υλικό τους για έργα δραματουργών σε ολόκληρο τον κόσμο. Για τους Αθηναίους, οι αστεϊσμοί των Μεγάρων είναι αναμφισβήτητα κατώτερης ποιότητας, και ο Αριστοφάνης μάλιστα υπερηφανεύεται πως στα θεατρικά του έργα δεν χρησιμοποιεί «γέλιο κλεμμένο από τα Μέγαρα». Αυτό βέβαια δεν τον εμποδίζει, όπως και άλλους μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς, να εφαρμόζει ακριβώς εκείνο που απαρνιέται.

Jessica Milner Davis

( μετάφραση, Ιουλία Ράλλη- Καίτη Χατζηδήμου)

ΠΟΙΗΤΙΚΟΙ "ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ" ΣΤΗΝ ΤΙΘΟΡΕΑ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ, ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ (ΠΑΡΑ)ΔΕΙΓΜΑΤΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:12 π.μ.

0


«Πολιτιστικό σοκ» ήταν η κοινή διαπίστωση φέτος την Πρωτομαγιά που βρεθήκαμε στην Τιθορέα, ένα χωριό στους πρόποδες του Παρνασσού, για μια συν-μετάληψη Ποίησης και Άνοιξης. Αναρωτιέται ίσως ένας «κοσμοπολίτης» ποιητής ή πιο αγνά και ταιριαστά ένας «ποιητής του κόσμου», που ενδεχόμενα αναζητάει μιαν ευλογία σε μια μεγάλη (γεμάτη θα την ονειρεύεται) αίθουσα μιας μεγάλης πόλης για να εναποθέσει «τα μυστήριά του» και περιμένει-ίσως δίκαια- να του αποδώσουν ένα στεφάνι «στο τέλος της γιορτής»: «Τι να το κάνω το χωριό; Σε ποιους θα καταθέσω τα ποιητικά μου μυστήρια; Η ποιητική μου Ανατολή δεν μπορεί να κατοικεί εκεί». Και τυχαίνει έτσι να ξεκινάει μιαν εσωτερική δύση. Κι όμως, η ποιητική Ανατολή βρισκόταν εκεί. Στις Βελίτσες Παρνασσού, το άλλο όνομα της Τιθορέας, κάτω από τον εντυπωσιακό κρεμαστό βράχο του βουνού που την σκιάζει. Κι αυτή από κάτω, λίκνο της δροσιάς του. Ολόκληρο το χωριό άφησε κάθε άλλη ασχολία-ακόμα και την σοβαρή ασχολία του καφενείου- και κάτω από αμφίβολο καιρό, που σε έκανε να κοιτάς κάθε λίγο τον ουρανό, «ανηφόρισε». Το «ανηφόρισε» είναι κυριολεξία. Ένα σύνολο διακοσίων περίπου ανθρώπων, από παιδιά μέχρι υπερήλικες. Να παρακολουθούν πραγματική ποίηση -όχι ατυχείς στίχους- έντεχνη μουσική, δρώμενα, χαρά και λύπη όπως ταιριάζει στην Πρωτομαγιά, καθηλωμένοι με σοβαρότητα, εναλλασσόμενη με καλοσυνάτο χαμόγελο, για τρεις ώρες, χωρίς να αποχωρεί κανείς.

Έκπληξη και μάθημα, απτό όραμα και διάψευση ενός «προαναγγελθέντος θανάτου» του Ελληνικού χωριού. Το μυστικό; Κι αυτό ένα μάθημα χωρίς «ίσως». Μια κινητήρια μηχανή είκοσι περίπου νέων- θα μπορούσε να είναι και μεγαλύτερων, οποιασδήποτε ηλικίας- ανθρώπων με καθαρό μυαλό, ενδιαφέροντα και οράματα για την Τέχνη, τον Πολιτισμό και τον τόπο τους, που τα «μετακόμισαν» μαζί με τον εαυτό τους απ’ την Πρωτεύουσα στο χωριό τους. Εκεί που περισσότερο αξίζει. Στη μικρή Περιφέρεια.

Ευτυχής ίσως και μια, προσωπική, «ευθιξία» και εσωτερική αντίληψη των πραγμάτων, που με οδήγησαν πρόθυμα και με χαρά να δεχθώ την πρόσκληση και να είμαι εκεί. Ότι δηλαδή στο μικρό χωριό θα ήταν πιο ζεστά και άξια ν’ αφήσει ένας ποιητής τα μυστήριά του. Έστω και μπροστά σε δέκα ανθρώπους. Γιατί αληθινά δεν περίμενα περισσότερους. Τώρα μπορώ να τους κοιτάζω με θάρρος και χαρά όλους στα μάτια.

Δεν χρειάζεται να με ευχαριστήσουν-αν και φυσικά το έκαναν. Εγώ έ ζ η σ α μαζί τους και μεγάλωσα κι άλλο ψυχικά και πνευματικά. Εγώ χωρίς εκείνους θα ένιωθα μοναξιά. Και με προστάτεψαν. Αλλά και με πέντε ή δέκα μόνο, την ίδια χαρά θα ένιωθα. Γιατί ήταν συναίσθηση και συνείδησή μου πως και για ελάχιστους έπρεπε να πήγαινα. Και να συνεχίσω να πηγαίνω και στις πιο μικρές «φωλιές».

Και κάτι ενδεικτικό. Κάποιος στο τέλος αναφώνησε ενθουσιαστικά: «δεν έβρεξε!». Η Άνοιξη έτσι έγινε πιο χαρούμενη.

Το συνιστώ λοιπόν. Οι πνευματικοί άνθρωποι, οι ποιητές, οι δημιουργοί, οι νέοι αλλά και οι μεγαλύτεροι να προτιμούν το Ελληνικό χωριό. Εκεί πρέπει να ζει και να κινείται η Ελλάδα.

Αφήνω στα χέρια σας μια γνήσια συγκίνηση που, μήνες μετά, επιστρέφει.

(στο facebook μπορείτε να βρείτε την κίνηση «Αντίλαλος» που έχουν δημιουργήσει τα παιδιά, το «Οι Βόμβοι» και ό,τι συμπεριέχει τη λέξη «Τιθορέα». Είναι χρήσιμο).

_____

Θέλω να σημειώσω πως δεν καταχωρώ από την πλευρά μου φωτογραφίες για ευνόητους λόγους.

Ο ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ, ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΣΤΙΧΟΙ, ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 8:54 π.μ.

0


Ο ευτυχισμένος πρίγκηπας, Όσκαρ Ουάιλντ, απόσπασμα

…«Καλό μου Χελιδόνι», είπε ο Πρίγκηπας, «μου μιλάς για πράγματα σπάνια, όμως το πιο σπάνιο απ’ όλα είναι το μαρτύριο του ανθρώπου. Το μεγαλύτερο Μυστήριο είναι η Δυστυχία. Πέταξε πάνω από την πόλη μου, Χελιδονάκι, κι έλα να μου πεις τι θα δεις».

Έτσι, το Χελιδόνι φτερούγισε πάνω από τη μεγάλη πόλη, κι είδε τους πλούσιους να γλεντάνε στα όμορφα σπίτια τους και τους ζητιάνους να στέκονται στις εξώπορτες. Πέταξε στα σκοτεινά σοκάκια κι είδε τα ωχρά πρόσωπα παιδιών πεινασμένων, που κοίταζαν αποκαμωμένα τους μαύρους δρόμους. Προφυλαγμένα από την καμάρα μιας γέφυρας, δυο αγοράκια είχαν αγκαλιστεί σφιχτά για να ζεσταθούν. «Πεινάμε», λέγανε. «Απαγορεύεται να κάθεστε εδώ», τους φώναξε ο φύλακας, κι εκείνα σηκώθηκαν κι άρχισαν να περπατάνε στη βροχή.

Το Χελιδόνι γύρισε στον Πρίγκηπα και του διηγήθηκε όσα είχε δει.

«Είμαι καλυμμένος από ατόφιο χρυσάφι», του είπε ο Πρίγκηπας, «κι εσύ θα πρέπει να το βγάζεις φύλλο φύλλο και να το δίνεις στους φτωχούς μου. Οι ζωντανοί δεν μπορούν να ξεφύγουν από την ιδέα ότι το χρυσάφι τους κάνει ευτυχισμένους».

…………………………………………………………………………………..

Ύστερα ήρθε το χιόνι και μετά η παγωνιά…Το καημένο το χελιδόνι κρύωνε όλο και πιο πολύ αλλά δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τον Πρίγκηπα, που τον είχε αγαπήσει τόσο. Ράμφιζε ψίχουλα στην εξώπορτα του φούρναρη, όποτε αυτός δεν το έβλεπε, και προσπαθούσε να ζεσταθεί χτυπώντας τις φτερούγες του.

Όμως καταλάβαινε ότι θα πέθαινε. Με κόπο κατάφερε να πετάξει μέχρι τον ώμο του Πρίγκηπα για τελευταία φορά. «Αντίο αγαπημένε μου Πρίγκηπα», μουρμούρισε.

«Επιτέλους πας στην Αίγυπτο, Χελιδονάκι μου», του είπε ο Πρίγκηπας. «Έμεινες παραπάνω απ’ όσο έπρεπε εδώ. Αλλά θέλω να με φιλήσεις στα χείλη, διότι σ’ αγαπώ».

«Δεν πηγαίνω στην Αίγυπτο», του απάντησε το Χελιδόνι…φίλησε τον Πρίγκηπα στα χείλη κι έπεσε νεκρό στα πόδια του.

Εκείνην ακριβώς τη στιγμή, ένας κρότος ξερός ακούστηκε από το εσωτερικό του αγάλματος, σαν κάτι να ’χε σπάσει. Η μολυβένια καρδιά του Πρίγκηπα είχε ανοίξει στα δύο. Είχε πράγματι φοβερή παγωνιά εκείνο το βράδυ.

……………………………………………………………………………………..

*

Κάτι που θέλω να σας πω: Αγαπημένα μου παιδιά, οι ζωντανοί πρίγκηπες κι οι βασιλιάδες ποτέ δεν μοιράζουν το χρυσάφι τους στους φτωχούς. Η ιστορία όμως του «Ευτυχισμένου Πρίγκηπα», που έγραψε ο Όσκαρ Ουάιλντ, είναι πανέμορφη. Γιατί μοιράζει σε όλους το νόημα της καλοσύνης και της αγάπης, που τις είχε κι αυτός στην καρδιά του. Αληθινός Πρίγκηπας μπορεί να είναι καθένας από εμάς αν έχει τέτοια καρδιά.

Σας αγαπώ κι εγώ, Γιώργος Τσακιράκης

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 1:21 π.μ.

0

Η (έβδομη) ανανέωση ύλης ολοκληρώθηκε στις 29 Απρίλη 2011. Η επόμενη ανανέωση θα γίνει στις 30 Ιούλη.

Το συνολικό περιεχόμενο της ιστοσελίδας υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα και προστατεύεται απ' τους Νόμους.

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, ΦΡΥΝΙΧΟΣ / ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ, ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ, ΑΟΡΑΤΕΣ ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ / ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ, ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ, ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:32 π.μ.

0

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ


Φρύνιχος


Τα στρατεύματα περάσανε τα σύνορα

υποχωρώντας μ’ όση τάξη επιτρέπανε το δάσος κ’ οι σκιές των

δέντρων μες τη νύχτα.

Με σεβασμό κι αγάπη γι αυτούς που μείναν εδώ πίσω

θαμμένοι μες στο χώμα ή ριγμένοι στα σκυλιά

έγραψες κι εσύ μια Μιλήτου Άλωση.

Την έγραψες γνωρίζοντας πως τα στάσιμά σου θ’ ακουστούν

από κενές σειρές μαρμάρων

γνωρίζοντας- μέχρι τελευταίου οβολού-

το πρόστιμο που θα ’χες να πληρώσεις.

Τώρα που οι πολέμαρχοι συγκροτήσαν θίασο

κι απαγγέλουνε Μιλήτου χορικά

μη βιαστείς και μην ταυτίσεις τις μηχανές τα προσωπεία

με τα δικά σου πρόσωπα.

Στην παράστασή τους τη μόνη θύρα που αφήσαν ανοιχτή

είναι το βασίλειον ή ο οίκος ένδοξος.

Τις άλλες κει στην άκρη- την είσοδον αστών την είσοδον των

ξένων

και κείνη που ονομάζεται ειρκτή

τις έχουν κλείσει βάζοντας μπροστά χρωματιστές λινάτσες.

Σε τούτη την παράσταση δεν έχουν θέση στο λογίον

οι ακρωτηριασμένοι.

Πρόκειται για μίμηση πράξεως μεγάλης

για την κατακρήμνιση των τειχών μιας πόλεως

μέγεθος εχούσης

πρόκειται για πτώση κυκλωπείων βράχων που προκαλεί τον

φόβον.

Οι πολέμαρχοι δεν ξεπέφτουν σε τοίχους πλίνθινων σπιτιών

σε μικρολεπτομέρειες.

Λοιπόν, εδώ που κάθεσαι σε τούτα τα ικρία

μη βιαστείς και μη ταυτίσεις τα σκεύη και τους κοθόρνους

με τις δικές σου τις γυμνές τις ξυπόλητες παρόδους.

Τα όσα έγραψες εσύ μπορούν να ταυτιστούν με τα δικά τους

όσο μπορούν να ταυτιστούν οι εκθέσεις των ιατροδικαστών

με τα τυφλά

θανατηφόρα τραύματα.

____


ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ


Ένα σπίτι


(στον γλύπτη Γιώργο Μαυρίκη)


Ήταν ένα σπίτι από

φτερό Αετού. Ήταν ένα

σπίτι με χαμηλή στέγη

από ανοιχτή θάλασσα.

Ήταν ένα σπίτι από

νωπή στάχτη και φωτιά

κρυμμένη κάτω απ’ τις

λαμαρίνες. Ένα σπίτι

που θέλει να φύγει

για το βοριά με τα

μαλλιά του ανέμελα.

Ήταν ένα σπίτι φτωχή

περικοκλάδα και

σμίλη μουσική, ένα

σπίτι με μορφή ταπεινά

αδιόρατη.

Ήταν ένα σπίτι που

θέλει να τα πει όλα

και σωπαίνει…

(Οκτ. 2009, Όρμος Μαραθοκάμπου, Σάμος)*

*

Αόρατες συλλήψεις


Κάποιοι πολιτικοί (αλλά και λαϊκοί)

συνελήφθηκαν αόρατα, σαν αόρατοι

κλέφτες αόρατων γαντιών και

αόρατων προσωπίδων σ’ ένα

γνωστό κενοτάφιο.

(2011)

_____


ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ


Το δάσος

(Ποιητική μυθιστορία), απόσπασμα

ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


Το μάτι του πατέρα μου


Ο Πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι.

Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του κι

άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και

φώναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.

Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. Έπαιζε το μάτι

στη φούχτα του πριν το φορέσει και έλεγε πως είναι καλό

μάτι. Όμως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.

Έριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώνω κι

ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να

κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.

………………………………………………….

*

Γενεαλογία


Στον τόπο μου αγαπούν τις μυρωδιές τις διάφορες που έχουν

τα φυτά και τα λουλούδια

Κόβουν φύλλα μυρωδικά, τα στρίβουνε, ή τα κρατάν, ένα κλω-

νί, και λένε, αχ

Βαθύ τ’ απόγεμα είναι.

______

* γνώρισα τον Γιώργο Μαυρίκη τον Οκτώβρη του 2009 στον Όρμο Μαραθοκάμπου, στη Σάμο. Όλα γύρο, μέσα του και μέσα μου είναι όπως τα περιγράφω.

2011, ΕΤΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ / ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:03 π.μ.

0


Οδυσσέας Ελύτης 2011, εκατό χρόνια από τη γέννησή του

Ο κήπος με τις αυταπάτες, αποσπάσματα

Είμαι του ολίγου και του ακριβούς. Δεν υπήρξα ποτέ του τρίτου προσώπου. Τρέφομαι από το δ υ σ και το ε υ που κατά περίπτωση προσφέρω.

*

Τιμή στην ελαία, για την εγνωσμένη της φρόνηση.

Στην λουίζα, για την ευγενή της καταγωγή και τους λεπτούς της τρόπους.

Στο μάρμαρο, για το ένα και απόλυτο που αντιπροσωπεύει.

Στον πευκώνα, για το απτό και μη της παρουσίας του.

Στο νεράντζι, για τον τρόπο που επέτυχε δέκα αιώνες αργότερα να συμπυκνώσει τη σκέψη των Ιώνων.

Στον θαλασσινό βράχο, για την μνήμη των Πατέρων Πάντων.

Στο απλώς κυανό, για το απείρως παρόμοιο.

*

Έχουμε τόσο πολύ τριφτεί πάνω στην κοινωνία και το κοινωνικό ψεύδος που και η πιο σημαντική αλήθεια, ευθέως διατυπωμένη, μοιάζει παραδοξολογία.

*

Ν’ αναλύεις ένα σκίρτημα ή να το καθηλώνεις μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου, χωρίς η πραγματικότητα να παρουσιάζει το παραμικρό ρήγμα, είναι ήδη πολύ. Όμως να δίνεις την ευχέρεια στην ύλη να χάνει τόση απ’ την βαρύτητά της όση της χρειάζεται για να επιχειρεί μαζί σου πτήσεις, είναι μια ευχαριστία.

*

Αυτός ο χείμαρρος ο ανεβατός πού πάει; Κι ο σταματημός της μιας στιγμής, ο οιονεί αιώνιος. Υπάρχουν άνθρωποι της παλαιής λαλιάς κι υπάρχουν και εγκαταλελειμμένοι ανθώνες. Ροδάκι του άσσου και άλφα μούρλια! Στενεύεται ο χρόνος κι αναγκάζεται να εξαργυρώνει: να κορίτσια! Να γοβάκια! Να γυαλί τετραγωνάκια! Είναι ανάγκη στις εκατό στροφές στεναχώριας να παράγουμε και μία χαράς. Δικαιοσύνη.

*

Αβεσαλώμ, Αβεσαλώμ, πού είσαι; Θέλω τα πριγκιπικά σου μαλλιά κι εκείνη τη σαπφείρινη πέτρα στη μέση του χιτώνα σου. Να εκλείψουν οι πατέρες όλων των εξουσιών και να επιστρέψει μέσα μας η ζωή, όπως το μωρό της Μαρίας.

*

Ό,τι το άνθος προς το φυτόν, ό,τι το άρωμα προς το άνθος τούτο δη και προς την πολιτείαν ο ποιητής. Η μεγάλη ποίησις απαρτίζει και συγκεφαλαιοί την πολιτείαν, αντανακλά το φως πάσης ιστορικής εποχής. Η ελαστικότητα της ιστορίας φτάνει ως ένα σημείο. Χρειάζεται η άλλη, που εξακοντίζεται και δοκιμάζεται από την ποίηση, για να σχηματίσει ένα στεφάνι που πλατύνει τα της ιστορίας και αγκαλιάζει τα πάντα, θα μπορούσε να πει κανείς, από το ε ως το υ.

*

Τις ο αληθής κύριος του τόπου; Ο άνθρωπος. Εν τη παρουσία του ηγεμόνος τούτου η μεν θεότης παραχωρεί τα πρεσβεία τεταραγμένη, ο δε ποιητής αποκαλύπτεται.

Καιρός λυτήριος επέστη.

CARMINA BURANA / ΚΑΡΜΙΝΑ ΜΠΟΥΡΑΝΑ, ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ , ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:36 μ.μ.

0


Carmina Burana (Veris et Amoris / της Άνοιξης και του Έρωτα)

(μπορείτε να ακούσετε ενορχηστρωμένα carmina burana στην ενότητα "Μ' ένα ραδιόφωνο, μουσική ή και ποίηση")

Τα Carmina Burana ως ποίηση παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό το 1994. Ως μουσική έγιναν ευρύτατα γνωστά χάρη στη σύνθεση του Γερμανού Καρλ Όρφ (1895-1982) με τον τίτλο «Carmina Burana». Η αξιόλογη αυτή συλλογή ποιημάτων ηθικών-σατυρικών-ερωτικών και βακχικών είναι μια μορφή της λατινικής ποίησης του πολυτάραχου Μεσαίωνα (12ος και 13ος αι.), που εναντιώθηκε στο πνεύμα της εποχής, στο «κατεστημένο», στον Πάπα και στους εκμεταλλευτές κληρικούς και απέρριψε τις στείρες θεωρίες τους. Δημιουργήθηκαν κυρίως απ’ τους Goliardi, μια συγκεχυμένη κοινωνία κληρικών και σπουδαστών με δικούς τους νόμους και δικό τους τρόπο ζωής, που είχαν σαν δάσκαλους διανοούμενους των χρόνων εκείνων με προεξάρχοντα τον Rierre Abelard (1079-1142) «φιλόσοφο της νέας λαϊκής κοινωνίας», που ήταν πρότυπο της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Με την εμφάνισή τους οι Goliardi αστραποβολούσαν την «ευρωπαϊκή κουλτούρα» που εύρισκε σ’ αυτούς την έκφραση ενός Μεσαίωνα ξέγνοιαστου και κοσμικού, ελεύθερου και αναρχικού, παρατηρεί ο E. Massa.

Τα ποιήματα-τραγούδια πήραν το όνομά τους απ’ το χειρόγραφο που βρέθηκε στη βιβλιοθήκη του Μονάχου που προερχόταν απ’ το ηγουμενείο Benediktbeuren ή Benedikt-beuern, το επονομαζόμενο Buranum.

Τα Carmina veris et amoris είναι 130 σε σύνολο 228.

*

20 (108)

1a. Vacillantis trutine

libramine

mens suspensa fluctuat

et estuat

in tumultus anxios,

dum se vertit

et bibertit

motus in contrarios.

Refl.: O langueo!

Causam languoris video

nec caveo,

vivens et prudens pereo.

………………………..

1a. Μετέωρος ταλαντεύεται ο νους μου

με τη φορά ζυγού που αργοσαλεύει

και φλέγεται σ’ αμέτρητες φροντίδες,

καθώς διχάζεται και στρέφει

σ’ αντίθετες τροχιές και κατευθύνσεις.


επωδός: Οϊμέ νοσώ και την αιτία

βλέπω της νόσου, μα καμία

εγώ προφύλαξη δεν παίρνω.

Χάνομαι ζωντανός ακόμη

και του εαυτού μου πλέρια γνώστης.


1b. Ν’ ασχοληθώ με τη μελέτη

θέλει ο Λόγος, μα ο Έρως

άλλα αποζητάει έργα.

έρμαιο στ’ αντίθετα έχω γίνει

και τυραννιέμαι, αφού ο Λόγος

με τη Διώνη αντιπαλεύει.


επ: Οϊμέ νοσώ…


2a. Όπως το φύλλο σιγοτρέμει

στο δέντρο και στη μέση του πελάγους

όπως δονείται έν’ ασταθές καράβι

από αντίθετη πνοή συνταραγμένο,

όταν του λείπει η σιγουριά της άγκυράς του,

έτσι ακριβώς κι εμένα κλυδωνίζει

σε δίνη αμφιβολίας με στροβιλίζει

από τη μια πλευρά ο Έρως

κι απ’ την άλλη αντίκρυ ο Λόγος.


επ: Οϊμέ νοσώ…


Ζυγιάζοντας μ’ ακρίβεια κρίνω

το πιο σωστό και διχασμένος

με τον εαυτό μου κουβεντιάζω.

Τώρα στο νου μου ξαναφέρνω

τις ηδονές της Αφροδίτης:

Τι γέλιο, τι φιλιά μου δίνει,

τι χείλια η μικρή μου Φλώρα,

τι μέτωπο, τι προσωπάκι,

τι μύτη, τέλος, τι πλεξούδες!


επ: Οϊμέ νοσώ…


Μ’ αυτές τις ηδονές ο Έρως

με προκαλεί και με διεγείρει.

Ο Λόγος όμως απ’ την άλλη

με συνταράζει μ’ άλλες έγνοιες

και με προτρέπει στη μελέτη.


επ: Οϊμέ νοσώ…


Παρηγοριά στην εξορία

με τη σπουδή στοχεύει ο Λόγος

να μου χαρίσει. μα συ, Λόγε,

φύγε μακριά! Της Αφροδίτης

η δύναμη θα σε νικήσει.


επ: Οϊμέ νοσώ…


(Ένα από τα καλύτερα Carmina Burana, με επιδράσεις από στίχους του Βεργίλιου, του Τερέντιου και του Οβίδιου)

*

40 (178)

  1. Volo virum vivere / viriliter:

Diligam, si diligar / equaliter;

Sic amandum censeo, / non aliter.

Hac in parte fortior / quam Juppiter

/ Nescio procari

/ Commercio vulgari:

amaturus forsitan / volo prius amari.

……………………………………

1. Ως άντρας εγώ θέλω να ζω αντρίκια:

Θα αγαπώ, αν μ’ αγαπούν, γι’ αντάλλαγμα το ίδιο.

Έτσι, όχι αλλιώς στοχάζομαι πως πρέπει ν’ αγαπάω.

Στο θέμα αυτό πιο δυνατός κι απ’ το Δία τον ίδιο

δεν ξέρω να ευτελίζομαι σ’ ανόσιες συναντήσεις.

Ίσως κι εγώ να ερωτευτώ, αν πρώτα μ’ αγαπήσουν.


2. Την έπαρση που στις ψυχές των γυναικών φωλιάζει

με υπεροψία βαρύτερη θα την περιφρονήσω

και το σκοπό μου πιο πολύ δεν θ’ αναβάλω ακόμη

κι ούτε τα βόδια στο άροτρο πρόκειται εγώ να ζέψω.

Με θλίβει αυτή η συνήθεια που στους δυστυχισμένους

έχει πολύ εξαπλωθεί. Χαρμόσυνα να παίζω

ποθώ και όχι να θρηνώ γι’ απάτες χολωμένος.


3. Εγώ θα ερωτευθώ αυτή που εμένα θ’ αγαπήσει:

αν θέλει να την αγαπώ, ας μ’ αγαπήσει πρώτη.

Αλλιώς τα παιχνιδίσματα μαζί της δε θ’ αρχίσω,

μη με νομίζει άχυρο και τον εαυτό της σπόρο.

Θα υπηρετώ τον έρωτα μα με τους ίδιους όρους,

ξεδιάντροπα στη θηλυκιά ντροπή να μην ξεπέσω.


4. Ελεύθερος τον εαυτό μου ελεύθερο παρέχω,

νιώθω αγνός κι αμόλυντος με τον Ιππόλυτο όμοιος,

τόσο έξαφνα δε με λυγά εμένα μια γυναίκα.

Με νεύματα και βλέμματα ας λέει πως της αρέσω.

Να με πλανέψει όποια ποθεί κι άδολα ας μ’ αγαπάει:

Τέτοιο θράσος παράτολμο μ’ αρέσει στη γυναίκα.


5. Μα να, δε μου αρέσει αυτό που έψαλα πριν λίγο

και τώρα είμαι αντίθετος στο ίδιο μου το τραγούδι,

αιχμάλωτος στη γλύκα τη δικιά σου, Δέσποινά μου,

δέσποινα που το κάλλος σου είχα και λησμονήσει.

Έτσι αφού πλανήθηκα, βαριά ποινή μου αξίζει.

Στο θάλαμό σου δέξου με, αφού μεταμελούμαι.

(Ο ποιητής αρχικά φαίνεται να μη αποδέχεται τις παραινέσεις του Οβίδιου «vir prior accedat, vir verba precantia dicat», « Ο άνδρας ας κάνει το πρώτο βήμα, ο άνδρας ας εκφράζει λόγια ικετευτικά»).

_____

σημειώσεις, μετάφραση, Στέλλα Γεωργαλά- Πριόβολου