ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΣΑΡΟ ΣΑΛΤΑΝ, ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΙΧΟΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 8:26 π.μ.

0




Αλέξανδρος Πούσκιν

Παραμύθι για τον Τσάρο Σαλτάν (αποσπάσματα)

Τρεις νιες πίσω απ’ το γρίλι
κλώθουνε νωρίς το δείλι.
«Αν ήμουν εγώ τσαρίνα»
λέει το πρώτο απ’ τα κορίτσια
«γλέντι θα ’στρωνα να μείνει
σ’ όλη τη χριστιανοσύνη!».
«Αν ήμουν εγώ τσαρίνα»
μιλά τ’ άλλο απ’ τα κορίτσια
μέσ’ στη γη πρωτόφαντο
εγώ θα ’φαινα υφαντό».
«Αν ήμουν εγώ τσαρίνα»
λέει το τρίτο απ’ τα κορίτσια
«για τον τσάρο τον αφέντη
θα ’κανα ένα γιο λεβέντη».
Δεν απόσωσε η φωνή
σιγοτρίζει η θύρα, ανιεί
και στο δώμα ο τσάρος τώρα
κι άρχοντας σ’ όλη τη χώρα.
Όσο μίλαγαν – αδράχτι –
άκουγε έξω απ’ το φράχτη
κι απ’ τα λόγια π’ ακούει, να,
πιο τ’ αρέσαν τα στερνά.
«Γεια σου ωραία μου!» της κρένει
«θες τσαρίνα; Ε, θα γένει!
Να μου κάνεις παλικάρι
με του Τρυγητή τη χάρη,
κι αδελφούλες της, τρυγόνες,
χάι, μαζέψτε τα από μόνες
και κοντά μου ακολουθήστε
με τα μας κι εσείς να ζήστε:
ανυφάντρα η μια σας, κι η άλλη
θα ’ν’ μαγείρισσα μεγάλη!»
Στο χιονιά βγαίνει ο Σαλτάν
και για το παλάτι πάν’.
Και χωρίς στιγμή να χάνει
ίδια μέρα το στεφάνι.
Στη γιορτή ο Σαλτάν γλεντάει
με τη νια τσαρίνα πλάι
κι οι αυλικοί μετά το κέφι
σε κρεβάτι από σεντέφι
νύφη και γαμπρό οδηγήσαν
και μονάχους τους αφήσαν.
Κλαίει η μαγείρισσα στη σίτα
κι η ανυφάντρα στη σαγίτα
ζήλεια – ψώρα, πέντε – δέκα
για του τσάρου τη γυναίκα.
Κι η τσαρίνα η παινεμένη
απ’ το λόγο της δε βγαίνει –
Απ’ τη νύχτα αυτή καρπίζει…
Μα, να! Πόλεμος αρχίζει,
φεύγει ο τσάρος, χαιρετά-τη
τ’ άξιο του καβάλησε άτι
και στο πόδι του, να ορίζει,
την αγάπη του διορίζει.
Κι όσο αυτός είναι μακριά
κλαίει με δάκρυα η νια πικρά
μα το τέρμινο σα φτάνει
Έναν πήχυ αγόρι κάνει-
Πάνω του φυλά η τσαρίνα
σαν τ’ αητόπουλο η αητίνα.
Στέλνει κράχτη με γραφή
ο πατέρας να χαρεί.
Μα η μαγείρισσα κι η υφάντρα
κι η μεσίτρα η Σουβρικάντρα,
θέν’ ν’ αλλάξουν τη γραφή.
Ψεύτικη, στο πι και φι,
γράφουν άλλη, οι τρεις αντάμα –
Να τι λέει αυτό το γράμμα:
«Γέννησε τώρα η τσαρίνα
μήτε κόρη ούτ’ αγορίνα,
μάηδε μπάκακα ή ποντίκι
μ’ άγνωστο ένα τέρας ,φρίκη».

Σαν ακούει τσάρος-πατέρας
τέτοιο μήνυμα για τέρας,
του ’ρθε, στης οργής τη βράση
τον σταλμένο να κρεμάσει –
Το ζυγιάζει,  κι ως να φέξει
στέλνει γράμμα λέξη-λέξη:
«Καρτεράτε να γυρίσω
με το νόμο να τα ορίσω».
Με το γράμμα ετούτο τώρα
φτάνει ο κήρυκας στη χώρα,
μα η μαγείρισσα κι η υφάντρα
κι η μεσίτρα η Σου-βρήκ-άντρα
τον ταγίσαν, τον ποτίσαν
κλέψαν τη γραφή κι αφήσαν
μέσα στ’ άδειο το δισάκι
το δικό τους γραμματάκι.
Πάει και δίνει αυτός κεφάτα
και πιωμένος τέτοια διάτα:
«Ο αφέντης των βογιάρων
τους προστάζει άρον άρον
μάνα-γέννημα να πνίξουν
στα μουντά νερά να ρίξουν».
Οι βογιάροι -  τι να πούνε; –
τον αφέντη τους ακούνε
και στην κάμαρή της πάνε,
την τσαρίνα την ξυπνάνε,
τη βουλή την τσαρική
-μάνα, γιος, μοίρα κακή –
δυνατά τους τη διαβάζουν
κι ύστερα μου τους αρπάζουν
σε βαρέλι τους πάν’ ίσα
το πατώνουν, βάζουν πίσσα
και στο πέλαο τους πετάν-
προσταγή, λέει, του Σαλτάν.
………………………………………….

Τ’ άστρα καιν στον ουρανό
στα πελάη κύμα βουνό
στα ψηλά τρέχει η νεφέλη
πλέει στο κύμα το βαρέλι.
Κλαίει η τσαρίνα και χτυπιέται
και πικροπαραπονιέται…
Μέσα ο γιος τρανεύει μόνο
σε μια μέρα –ένα χρόνο!
Φεύγει η μέρα – η μάνα κλάμα! –
Κάνει ο γιος στο κύμα τάμα:
«Κύμα, διαβατάρικό μου,
κύμα λεύτερο, δικό μου,
που όπου θέλεις πας μονάχο
λιώνεις το θαλασσοβράχο,
κάβους και στεριές περνάς
και καράβια κυβερνάς,
τις ψυχές μας σώσε, κρίμα,
στην ακτή βγάλε μας κύμα!»
Κι αυτό ακούει το παρακάλι
και τους βγάζει στ’ ακρογιάλι
το βαρέλι απαλαφήνει
και ξαναγυρνά στη δίνη.
Μάνα, γιος στη λευτεριά
νιώθουν κάτω τους στεριά.
Μ’ από δω τους βγάζει ποιος;
Θα τους σπλαχνιστεί ο θεός;
Όρθιο το αγόρι, να το
και ποδοβολά τον πάτο.
Λίγο μ’ έγνοια μολογά:
«Πώς θα φτιάξουμε γοργά
παραθύρι και πορτί;»
Βγαίνει ο πάτος – έξω αυτοί!
…………………………………………..



Όμως, αγαπημένα μου παιδιά - καθώς το παραμύθι σώζεται πάντα κι αυτό -  η ιστορία συνεχίζεται, μέχρι που ο κύκνος που σώθηκε με τη σαϊτα του αγοριού απ’ τα νύχια ενός αετού πάνω απ’ τα κύματα, αφού βοηθάει το αγόρι να βρεί τον πατέρα του, μεταμορφώνεται σε μια πεντάμορφη κοπέλα και οι δυο νέοι παντρεύονται. Μετά από καιρό η ευτυχισμένη τώρα πια οικογένεια σμίγει και ζουν ξανά όλοι μαζί ευτυχισμένοι. Όσο για τις πονηρές ζηλιάρες αδελφές και τη Σουβρικάντρα…ε, κι αυτές γλύτωσαν με τη συγχώρεση του βασιλιά…

γ.τ.κ. 





Το παραμύθι του Τσάρου Σαλτάν, όπερα