ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 1:32 μ.μ.

0


Ανδρέας Λασκαράτος (1811-1901), Ληξούρι Κεφαλονιάς

«Αυτήν την εποχή ήμουν πλέον 29-30 χρονών. Ηλικία ανδρική θα έλεγε ο καθένας. Αλλά εγώ είχα από τη φύση εκείνο που θα μπορούσε να ονομαστεί μακρά παιδικότητα. Οι συγγενείς μου, που ήσαν εις τα πράγματα και ήθελαν να μου επιβάλουν το υπαλληλικό στάδιο, με παρακαλούσαν διαρκώς να δεχθώ την έδρα του ειρηνοδίκη στο δικαστήριο του Ληξουρίου. Εδέχθηκα για να τους ευχαριστήσω, αλλά αυτή η απασχόληση ήταν πάρα πολύ σοβαρή και ανιαρή για την ψυχή μου. Έτσι, επιστρέφοντας εις το σπίτι, εδινόμουν σε εκείνο που ήταν για με μια εξαιρετική διασκέδαση, το να στήνω παγίδες στις γάτες του σπιτιού, να τες διώχνω μετά προς αυτό το μέρος και να τες βλέπω να κατρακυλούν κάτω μαζί με τα κόσκινα (γιατί επάνω σε κόσκινα κακοστερεωμένα σε ένα ερμάρι έπρεπε να πηδούν και να κατρακυλούν με πάταγο).
Αν κάποιος ήθελε με μεμφθεί για σκληρότητα προς τους γάτους, ας γνωρίζει πως οι γάτοι διόλου δεν υπόφεραν. Εκείνο που υπόφερε ήσαν μόνο τα κόσκινα που συχνά πέφτοντας έσπαζαν και τότε η μητέρα μου φρένιαζε…

…Εις τα 1845 έκαμα ένα ταξίδι στα Χανιά. Μοναδικός σκοπός μου ήταν να εύρω πρόσωπα μορφωμένα για να διαβάσω και να εξετάσω μαζί τους τα κρητικά ποιήματα, να με διδάξουν  τη διάλεκτο, να τα μελετήσω όλα και να κάμω ύστερα την έκδοση μιας ωραίας συλλογής.

…Είκοσι χρόνια αργότερα, βλέποντας αυτά τα ίδια σκολιαρούδια κυβερνήτες και κυρίους του τόπου μου, εβεβαιώθηκα για τη γνώμη που είχα σχηματίσει γι’ αυτούς. Η προσφιλής τους γνώση είναι η γραμματική. Μελετούν αιωνίως γραμματική: γραμματική όχι της γλώσσας που θεωρούν χυδαία και επομένως ανάξιά τους,  αλλά της Αρχαίας Ελληνικής. Και καθώς δεν μπορούν να μιλούν αυτή τη νεκρή γλώσσα, που μελετούν την γραμματική της, ούτε και να ταιριάξουν αυτή τη γραμματική με τη γλώσσα την ομιλουμένη από το έθνος, έχουν δημιουργήσει ένα τεχνικό ιδίωμα, που δεν είναι ούτε η αρχαία, μήτε η σύγχρονη, παρά ένα ανακάτεμα λίγο εννοούμενο από το λαό. Αυτό το σχολαστικό ιδίωμα το απολαβαίνουν μεταξύ τους οι σοφοί, ενώ το σώμα του έθνους μένει στο σκοτάδι…

…Το φέρσιμό μου, τόσο στες κοινωνικές μου σχέσεις όσο και στην οικογενειακή μου ζωή εφαίνετο τώρα πλέον  σαν το φέρσιμο ενός «νεωτεριστή», ιδιότητα μισητή και απεχθής από όλες τες τάξεις του τόπου μου, εξαιτίας του απόλυτα στάσιμου πνεύματος της εποχής…
Εστάθηκε η γυναίκα μου που έκαμε τες άλλες κυρίες του τόπου να καταλάβουν πως μία κυρία μπορούσε να πάει η ίδια στα καταστήματα για να αγοράσει φορέματα… Αργότερα εστάθηκα εγώ ο πρώτος που πήρα τες κόρες μου έξω σε περίπατο, ενώ ως τότε κανένας πατέρας δεν καταδέχονταν να το κάμει. Αυτές και άλλες παρόμοιες μεταρρυθμίσεις εις τες σεβαστές συνήθειες ενός μακρού παρελθόντος επρόλεγαν από τότε ότι μια μέρα θα αφορεζόμουν….

…Τίποτε το πραγματικά καλό δεν μπορεί να γίνει χωρίς κάποια θυσία. Οι γονείς, κατακρινόμενοι δριμύτατα για το απάνθρωπο φέρσιμό τους προς τα κορίτσια τους, εσιώπησαν αλλά όχι χωρίς να στενοχωρηθούν και να γκρινιάξουν. Οι δημαγωγοί, ξεσκεπαζόμενοι στο λαό, αισθάνθηκαν την προσβολή και έσκουξαν. Και οι παπάδες, που ανησύχησαν στην κραυγή του: «Μην ποιήτε τον οίκον του Θεού οίκον εμπορίου», βλέποντας το μαγαζί τους σε κίνδυνο, ξεσηκώθηκαν μαινόμενοι εναντίον μου φωνάζοντας ότι βλαστημούσα! «Βλαστημάει το Χριστό και την Παναγιά!» έλεγαν στον εύπιστο όχλο. Προσπάθησα να τους ησυχάσω. Τους ζήτησα να μου δείξουν πού βρίσκονται οι βλαστήμιες προσφερόμενος, αν μου τες έδειχναν, να τες αποσύρω, αλλά εστάθηκε ανώφελο.  Οι προσφορές μου, σε γράμματα απευθυνόμενα στον Επίσκοπο, έμειναν δίχως απάντηση και μερικές μέρες αργότερα με αφόρεσαν με επισημότητα, με μεγάλη καμπανοκρουσία, όλες οι καμπάνες του τόπου να σημαίνουν νεκρικά από τες 6 το πρωί μέχρι τες 12 το μεσημέρι! Και μόνο μου πρότειναν, στον ίδιο τον αφορεσμό που αμέσως ετύπωσαν, «εγώ να κάψω όλα τα αντίτυπα του βιβλίου μου και εκείνοι να με συγχωρήσουν!…". Το να αποσύρω τες δήθεν βλασφημίες  διόλου δεν τους ενδιέφερε. Μία χριστιανική μετάνοια από εκείνον που είχε βλασφημήσει  δεν τους ενδιέφερε επίσης. Φαινόταν λοιπόν καθαρά πως σε τίποτε άλλο δεν απέβλεπαν παρά στο να σταματήσουν τη δημοσίευση των εντροπών τους.
Η γυναίκα μου, αηδιασμένη απ’ αυτήν την πρόταση ανταλλαγής, έτρεξε αγαναχτισμένη σ’ εμέ και, «Αν εσύ», είπε, «θα φανείς τόσο δειλός ώστε να ενδώσεις εις το δόλωμα που αυτοί οι άθλιοι σου προσφέρουν, εγώ θα σε θεωρήσω αληθινά αφορεσμένο και θα πάψω να είμαι γυναίκα σου. Κρατήσου με θάρρος σ’ αυτήν την κακοτυχία μας κι εγώ θα προσπαθήσω να σου κάμω το ποτήρι λιγότερο πικρό» (σε σημείωση: κακοτυχία εννοούσε όχι βέβαια τον κολασμό της ψυχής εξαιτίας του αφορεσμού, αλλά τα αναπόφευκτα κακά επακόλουθα αυτής της διαβολικής μηχανορραφίας εναντίον μου)».

(Από την Αυτοβιογραφία του Ανδρέα Λασκαράτου)

*

Ο Λασκαράτος ήταν ένας απ’ τους «αφορισμένους» του (θρησκευτικού βασικά) κατεστημένου της εποχής τους.

Εκτενείς αναφορές γι’ αυτό δεν είναι εδώ αναγκαίες, καθώς όλες οι λεπτομέρειες μπορούν να ανευρεθούν βασικά στην «Αυτοβιογραφία» του, σ’ έναν από τους τόμους της σειράς «Οι αφορισμένοι του κατεστημένου» και αλλού.  Οι ακόλουθες αρκούν. Να, λοιπόν, πρώτα  ο τίτλος του αφορισμού:

ΣΤΗΛΙΤΕΥΣΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΣΕΒΟΥΣ ΒΙΒΛΙΑΡΙΟΥ ΕΠΙΓΡΑΦΟΜΕΝΟΥ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ Τ. ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ  ΕΚΔΟΘΕΙΣΑ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ, ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

...του οποίου το κείμενο κατέληγε ως εξής:

«…Εάν όμως παρακούση ταις Εκκλησιαστικαίς ταύταις παραινέσεσι, και μη εις το πυρ δώση τα παρ’ αυτώ σωζόμενα αντίτυπα της παρ’ αυτού εκδοθείσης βίβλου, έχομεν αυτόν αφορεσμένον παρά Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, παρά της Μιας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας, παρά των τριακοσίων δέκα  και οχτώ Θεοφόρων Πατέρων. Έστω τρέμων και σταίνων επί της γης ως ο Κάιν, κληρονομησάτω την λέπραν του Γιεζή, και την αγχόνην του Ιούδα. Ταύτα μεν, η δε Θεού  χάρις, και το άπειρον έλεος, και η ευχή και ευλογία της ημών Ταπεινότητος είη μετά πάντων ημών».

Εκ του Ιερογραμ. Της Μητρ. Κεφαλληνίας
Την 16 Φεβρουαρίου 1856

(Τ.Σ.) Ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας
ΣΠΥΡΙΔΩΝ

Ν. Ιερεύς Μαντζαβίνος Ιερογραμματεύς

(Τόσος σκοταδισμός!!!, γ.τ.κ.)

*

Ο Λασκαράτος, διόμισι μήνες μετά την «απόκρισίν» του «εις τον Αφορεσμό των 1856», την οποία δημοσίευσε τον Φεβρουάριο του 1968 κρατήθηκε από το Πλημμελειοδικείο, παρέμεινε τέσσερις μήνες στη φυλακή, και παραπέμφθηκε στο Κακουργοδικείο.  Η έφεση που άσκησε  απορρίφθηκε. Στο Κακουργοδικείο, που άρχισε στις 13/25 Νοεμβρίου 1869, το κλίμα από μέρους των δικαστών ήταν απολύτως εχθρικό, αλλά ο Λασκαράτος αθωώθηκε με την ψήφο των ενόρκων.


Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα

Όντις έπλασε ο Θιος την Οικουμένη,
το Ληξούρι και τόσους άλλους τόπους,
είπε στο νου του: - Α, τώρα δε μου μένει
πάρι να πλάσω, γιε μου, και τ’ς αθρώπους.
Και κει που εκράτειε τον Αδάμ στερνόνε
του ’πε: Συ να’σαι, Αδάμ, το ζω του ζώνε.

Ήγουν, να ’σαι καλύτερος απ’ όλα.
να ’χεις το γάιδαρο αποκάτουθέ σου,
να θρέφεσαι μπαρμπούνι και τριόλα,
να ’ναι οι λαγγάδες  όλες εδικές σου,
οι σκύλοι ταπεινοί να σε υπακούνε
και για σένανε οι κότες να γεννούνε.

Βάνω στην εξουσία σου τα σπανάκια,
Αν θέλης να τα κάνεις τσιγαρίδι.
για σένανε φυτεύω ραπανάκια.
εσύ να τρως το μήλο και το απίδι.
όλα ναν τά ’χης, χωρίς να κοπιάζεις.
και σ’ αγαπάω πολύ, γιατί μου μοιάζεις!

Σου χτιω στο περιβόλι μου παλάτι,
μ’ όσα καλά η θεία μου πρόνοια δίνει.
και να τρως το καλύτερο κομμάτι,
χωρίς να σου στοιχίζει ένα φαρδίνι.
Μα έτσι κιόλα ζητώ σου, κυρ-Αδάμ μου,
Να μη ’γγίξης ποτέ τα τάλαρά μου.

Είν’ το ξύλο της γνώσεως τα χρήματα,
κι’ όποιος τα ’χει, έχει γνώση, είν’ προκομμένος,
όμορφος, έχει χίλια προτερήματα,
είναι απ’ όλον τον κόσμο επαινεμένος,
παντού επιθυμητός μα είν’ και φαρμάκι
που κάνουν την ψυχή πηλό οχ’ τ’ αυλάκι.

Μην τα ’γγίξτε, γιατί θε να γνωρίσετε
το βουλιασμό της αθωότητός σας,
και πλέον δε θα μπορέσετε να ζήσετε
ευτυχισμένοι στον παράδεισό σας.
Τά ’φτιασ’ ο Διάολος, κι είναι διαολεμένα.
Άστε τα εκεί! Του τα ’χω αμαχεμένα.

Ένα όμορφο και πλούσιο περιβόλι
Είχε τότες ο Θιός εις την Ασία.
και για να μην εμπαίνουνε οι διάολοι
να κάνουνε στα λάχανα ζημία,
μες στσι φράχτες εκεί τσι καλαμένιες
είχε στημένες τσάκες σιδερένιες.

Μα καθώς  ως και τώρα συνεβαίνει
εκεί που στιούμε τσάκες για ποντίκια,
που πιάνεται ένα, κι άλλο πάλε μπαίνει,
γιατί μποδιέται η τσάκα στα χαλίκια,
έτσι και τότε, εμπαίνανε οι διαόλοι
κι’ αφανίζαν το μαύρο περιβόλι.

Μια μέρα που ο Αδάμ κι η αρχόντισσά του
εμετριόντανε ποιος είναι  ψηλότερος,
στα πόδια ορθοί, σε μια μηλιά από κάτου,
και καθένας τους ήτανε ευθυμότερος
εις την ευτυχισμένη μοναξιά τους,
να κι ένας διαολάκης εμπροστά τους.

- Αδέρφια, λέει, καλώς τα κουβεντιάζετε.
Ω ευτυχισμένοι που είστεν’ εδωπέρα
σε τόσες ηδονές! Μα δε δουλειάζετε.

Εκάκιωσε τ’ αντρόυνο και σκληρύθηκε
για του Διαόλου την άταχτη πράξη,
κι’ όλη κόκκινη η Εύα τ’ αποκρίθηκε:
-Γαϊδαράτσε, ποις σόδειξε την τάξη
Να μπαίνεις δίχως άδεια κούτρα κούτρα;
Μ’ ένα παπούτσι σό ’πρεπε στα μούτρα.

-Συμπάθειο, λέει ο Διάολος, κυρά μου,
γιατί δεν ήλθα με κακό σκοπό.
Διαβάτης είμαι, πηαίνω στη δουλειά μου,
και βαστάω πραματείες και πουλώ.
Μόνε σαν άκουσ’ η Εύα πραματείες,
Το ’καμε χίλιες ευχαριστίες.

Είναι αλαφρή, λιγόμυαλη η γυναίκα,
και πολύ της αρέσουν τα στολίδια.
και μόλις από χίλιες βρίσκει δέκα
να μην έχουν τ’ αντρός τους αντικλείδια,
να παίρνουνε  ομορφά ’μορφα παράδες,
να ξοδεύουνε στους πραματευτάδες.

Εγώ όμως δεν το παίρνω στη ψυχή μου
πως η Εύα είχε αντικλείδι και τρυπούλευε.
το λεν οι ιστορικοί μας, ακροατή μου,
και λένε πως ο Διάολος τη συμβούλευε,
και πως, μετατρεμμένος εις σέ φίδι,
της επήγε μια μέρα το αντικλείδι.

Βέβαια που έπειτ’ από τόσους αιώνες
όπου εφτιάστηκε ο Κόσμος, δε μπορεί
να γνωρίζουμε αν είναι απατεώνες
ή α λένε την αλήθεια οι ιστορικοί.
Μ’ από τες τωρινές γυναίκες κρίνει
κανείς, ομπρός-οπίσω και για κείνη.

Ωστόσο ο Διάολος άνοιξε τσι κόφες
κι’ έβγανε όσα στολίζουν τσι κυράδες:
μεταξωτά, μπατίστες, κρεπά, στόφφες,
βελέττες, μπλόντες, ομπρελέττες, μποάδες.
Κι’ η Εύα που τα ’βλεπε, έτρεμε η καρδιά της
και σα – Χριστέ της – να ’ναι όλα δικά της!

Σε μια άλλη κόφα είχε όμορφα διαμάντια,
πουλιό όμορφα, δεμένα στο Παρίσι.
Και χωριστά, σ’ άλλο κουτί, μπριλλάντια,
κυματερά σαν το νερό στη βρύση.
Κι η Εύα όντις τα είδε σκούζει: - Ώγε, τα θέλω!
τα θέλω. Μόνε πλέρωνε, Αδαμέλο.

Ο Διάολος ως κι κειός, τον παρακίνα.
κι ο Αδάμ δεν είχε, κι έσφιγγε τσι πλάτες.
Μα η Εύα κλαίοντας το ’λεγε: - Μ’ εφκείνα
με περνάς πάντα. Πρόφασες μονάτες.
Πάρε τα, Αδάμ μου. Πάρε τα ’μπιστιού!...
Τον Άγουστο πλερώνεις, μιου, μιου, μιου.

Τα δάκρυα κεια της Εύας εσουρώνανε
μες στην καρδιά του Αδάμ, και τον ανοίγανε,
που, ζαχαροφτιαγμένος, τον ελυώνανε,
τον εστεναχωρούσανε, τον πνίγανε.
Και λέει: - Κακό που μου ’ρτε του φτωχού!
Ας γένη, γιε μου, ετούτο το ’μπιστιού.

Το ’μπιστιού έγινε κιόλες, και μετρήθηκε,
και τούτο μεταξύ στα εφτά μυστήρια.
Γιατί από την ημέρα που το εντύθηκε,
άκουε πίσωθ’ ο Αδάμ κλαμπανιστήρια,
σαν του σκύλου, όντις το ’χουν τα παιδιά
λάτινο αγγειό δεμένο στην ορά!

Μα ήλθε κι ο Άγουστος, που ’ταν η διορία,
κι ήλθε κι ο Διάολος στον Αδάμ μαζί του.
Ο  Άγουστος  σε μεγάλη δυστυχία,
κι’ ο Διάολος ζητάει την πληρωμή του.
Για πρώτη φορά τότε εκειός ο Διάολος
εφάνηκε του Αδάμ αισθητός Διάολος.

Κράζει την Εύα κι’ αρχινάει τη γκρίνια.
και γκρίνιαζε τ’ αντρόυνο ανάμεσό του
και τρωγότουν πουλιό πάρι ένα μήνα.
Όντις διαλέει καιρό για το σκοπό του
ο Διάολος. Κι αλλάζοντας μορφή
ήλθε κι’ ηύρε την Εύα μοναχή:

-Εύα μου, λέει, σε βλέπω πικραμένη.
Και με λυπάει πολύ, που ο Θιος το ξέρει.
γιατί ως  και συ ’σαι καλομαθημένη
κι’ ήθελες πάντα τάλαρο στο χέρι.
Μα υπομονή, κυρά μου. και θυμήσου
πως εις τη χρεία δεν είσαι μοναχή σου.

Είναι τόσοι, που περσότερο από σε
έχουνε χρεία στον κόσμο – για ’να, γι’ άλλο-
Και που ούτε σ’ όνειρο είδανε ποτέ
το πλούτι το δικό σας το μεγάλο.
Μα ο άντρας σου δε θέλει να ξοδεύει…
Κάνει καλά. Είναι φρόνιμος. Σωρεύει.

-Πλούτι; λε’ η Εύα. Όξα κι’ α μου λες
για κεια που ο Θιος βασταίνει κλειδωμένα.
Μα εκείνα είναι δικά του!  - Μπα, ντροπές,
ο Διάολος λέει. Εκείνα είναι για σένα.
Ούτε ο Θιος είπε διαφορετικά,
μόνε τον κατελάβετε κακά!

Ο Θιος δεν έχει χρεία για παράδες,
κι’ είσθενε σ’ ένα σφάλμα μεγαλώτατο.
Μόνε α θέλης να εβγής οχ τσιου μπελιάδες,
είναι το μέσος, Εύα μου, ευκολώτατο.
να το κλειδί. τρέχα έπαρε όλα κείνα
που σου χρειάζουνται, να πάψη η γκρίνα.

Έτσι εκλέφτηκαν του Θεού οι παράδες,
κι’ η Εύα κάνει την πρώτη αμαρτία.
δε θυμώμαι σε πόσες κατοστάδες.
Και τα δέχθη κι’ ο Αδάμ, γιατ’ είχε χρεία.
Μα ένα έργο τόσο αχρείο και κακοποιό
ο Θιος το εκοίτα με το τηλεσκόπιο.

Σημαίνει με θυμό το καμπανέλι,
κι’ έρχουνται ευθύς εμπρός ξεσκουφωμένοι
Μικέλης και Γαβρίλης, δυο άγγελοι
που ’ναι στον ουρανό συνηθισμένοι
να κάνουνε με τέσσερα πηδήματα
τα πουλιό μακρινότερα θελήματα.
-Φέρετέ μου, λέει, το Διάολο, άγγελοί μου.

Μα, όχι, όχι, αφήσετε και πηαίνω εγώ,
έπειτα, ναν του δείξω την οργή μου!
Κι’ ωστόσο, μια φορά και κ’ είσθεν’  εδώ,
προβατείτε να ιδήτε μια δουλειά,
για να σας βάλω καταμαρτυριά.

Τους φέρνει και τους δυο στο περιβόλι.
Και, φθάνοντες ομπρός στου Αδάμ το σπίτι,
φωνάζει δυνατά και βγαίνουν όλοι.
και πιάνει τον Αδάμ από τη μύτη:
-Εδώθε, λέει, σε σέρνει το βελέσι,
Γάιδαρε, μασκαρά! Έτσι σ’ αρέσει!

Και συ Εύα, είν’ τούτες όμορφες δουλειές;
Έτσι οι γυναίκες κάνουνε Άι-γιάννη;
Μα, μα τη Δραπανιώτισσα, μορές,
θε να σας διώξω εδώθε! Ας είναι, φτάνει!
Τα ’χασε η Εύα, εσβήστηκε, εσκοτίστηκε,
κι’ οχ την πολλήν τρομάρα εκατουρίστηκε!

Ωστόσο ο Διάολος ήτανε φευγάτος
και πήαινε τραγουδώντας: Τά-λά-ρά!
Κι’ ο Άδης ανάβλιαξε χαρά γεμάτος,
και τραγούδα ολημέρα: Τά-λά-ρά!
Κι από κειο το τραγούδι: Τά-λά-ρά!
Είπαν του εγκλήματος το σώμα τάλαρα!

*

Άνοιξη

Εδώναι, εδώναι, επλάκωσε.
γυναίκες, μαζοχτείτε.
ομπρός, συναπαντήσ 'τε τη,
ομπρός, ναν τη δεχτείτε.

Να, νάρχεται η γλυκιά Άνοιξη
λουλουδοστολισμένη,
απάνου σ’ ένα γάιδαρο
αντρίκια καθισμένη.

Κι οπίσωθέ της τρέχουνε
κοπάδια γκαριστάδες,
όλοι ζουρλοί από το αίσθημα,
όλοι ζεστοί εραστάδες.

Κλοτσούν' τετραποδίζοντες
και κλαίνε οχ τη χαρά τους,
και ζωντανή στα μάτια τους
θωρείς τη βουρλισιά στους.

Και ολόθερμα γκαρίζοντες
τση χάρες της πολλη-ώρα,
τη φέρνουμε ολοτρίγυρα
ναν τήνε ιδή όλ' η χώρα.

Και αυτή στο δρόμο ερχόμενη,
φυσώντας αέρας χλιόνε,
γιομίζει ζέστα απάντεχα
τση πόρτες του σπητιώνε.

Ώστε καψιόνει η νηόνυφη
στο χλιούτσικο αγεράκι,
κ' ενδύνεται αλαφρότερο
λινό φορεματάκι.

Και βγαίνει και δροσίζεται,
και βλέπεις το αίσθημά της,
που ακούει ναν της εδρόσισε
ο αέρας την καρδιά της.

Αχ! Άνοιξη, γλυκιά Άνοιξη!
συντρόφισσα του νηώνε,
ίστρε κοινέ αξεχώριστα
σερνικοθύλυκώνε!

Αν εσύ τώρα εγύριζες
κι’ αλλού τα βήματά σου,
πόσους στον κάμπο ακόλουθους
ήθελε ειδείς κοντά σου!

Ναι, κι’ ήθε ειδείς που οι γέροντες
σα δε 'μπορούν να ελθούνε,
μένουν οπίσω, κι’ άδικα
τους νηους κατηγορούνε.

Και δε θυμόντ’ όσα έκαναν
κ’ εκείνοι στον καιρό τους,
όντις ακούανε δύναμες
ζεστές εις τον εαυτό τους.

Μα έτσ’ είν’… τώρα ας τ’ αφήσωμε.
να, ιδέτε τι κακό,
χωριατοπούλες όμορφες
που κάνουνε χωρό.

Αχ Άνοιξη, ας γυρίσωμε
σ' εκείνες το ποδάρι,
μα βάστα του γαϊδάρου σου
σφιχτά το χαλινάρι.

Να, ιδέτες που αγκαλιάζουνται
οι πουλιό νηότερές τους,
κι' αμπόνουνται, και πέφτουνε,
και φαίνουντ' οι ωμορφιές τους.

Αχ Άνοιξη, βαστηόσουνε
απάνου στο σαμάρι,
και τράβαε του γαϊδάρου σου
σφιχτά το χαλινάρι.

Άνοιξη, γλυκιά μου Άνοιξη,
συντρόφισα του νηώνε,
ίστρε κοινέ αξεχώριστα
σερνικοθυλικώνε!

*


Η μοναξιά του κάμπου
(εγράφθη το 1845)

Όντις είμαι στον κάμπο μοναχός μου
Έχω μια συντροφιά  της ορεξιάς μου,
συντροφιά την καλύτερη του κόσμου,

έχω τη συντροφούλα  της καρδιάς μου.
Καρδούλα μου, πιστή συντρόφισσά μου,
που δε δίνει υποψίες της φαντασιάς μου,

που δε χολοταράζει τ’ άντερά μου,
και που ’ναι  όλη για με, κι όλη δική μου..
Δική μου, σαν μπορεί να ’ναι η καρδιά μου.

Πόσες φορές κι εκείνη κλαίει μαζί μου
με πίκρα αληθινή το ριζικό μου!
Μα εκείνη η πίκρα είν’ ευχαρίστησή μου,

κι ευθύς παρηγοριόμαι ανάμεσό μου.
Ρίχνω το βλέμμα γύρου εις τες δουλειές μου,
κι εδώ βλέπω ένα φύτεμα δικό μου.

Τον κόπο μου, τες έγνοιες και τους ίδρωτές μου.
Πιάνω τότες τα σχέδιά μου, και ω Θε μου
πόσες οπού ’ναι οι ευχαρίστησές μου!

Και λέω, στη χώρα να μην πάω ποτέ μου.
Στη χώρα έχω τους φίλους τους δικούς μου,
τους γνώριμους… αλήθεια, μα καλέ μου,

δεν έχω τόσους πάλε αντίδικούς μου,
ψευδόχριστους, εχθρούς της ηθικής μου,
που τους ελέγχει και τους κάνει εχθρούς μου

η  χρηστότητα η ίδια της ψυχής μου,
κι η απλότητα η πολλή του φέρσιμού μου;
Α, ο κάμπος είναι τσ’ ευχαρίστησής μου ,

κι η ανάπαψη η γλυκιά του ψυχικού μου.

*



Στο βιβλίο «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», που εκδόθηκε το 1856, ο Λασκαράτος παρουσιάζει τα κοινωνικά ήθη της πατρίδας του και προτείνει μεταρρυθμίσεις τολμηρές για την εποχή του. Οι σκέψεις του είναι διατυπωμένες σε άρθρα που αναφέρονται στην οικογένεια, τη θρησκεία και την πολιτική. Ιδού ένα από τα άρθρα:


Η ΠΡΟΙΚΑ

Τίποτις πουλιό ενάρετο από τες θυσίες ενός γονή, για να πανδρέψει τη θυγατέρα του· μα κάθε αρετή έχει και τα όριά της, περασμένα τα οποία η αρετή εκείνη χάνει το χαρακτήρα της, και βαθμηδόν προχωρώντας γένεται έγκλημα. Ο Κεφαλονίτης εις τες θυσίες οπού κάνει για να παντρέψει τη θυγατέρα του προσθέτει και τη θυσία της θυγατέρας του·επειδή θυσιάζει τη θυγατέρα του την ίδια εις την απόφαση τού να την υπανδρέψει!
Το προικιό είναι η αιτία της θυσίας. Ένα προικιό είναι απαραίτητο, ένα προικιό πρέπει να υπάρξει, επειδή τούτο είν' εκείνο που στην Κεφαλονιά κάνει τον κύριο σκοπό του γάμου· οι γονείς ως επί το πλείστον δεν ημπορούνε ναν το δώσουνε χωρίς μεγάλες θυσίες. Βαλμένοι ανάμεσα στο Πρέπει και την αδυναμίαν της εκτελέσεως, νομίζουνε ναν τους είναι συγχωρημένο ν' απανωτιάσουνε το προικιό, λείποντες από τα χρέη τους τα πλέον ιερά με τες θυγατέρες τους.
Έτσι, ο γονής αρνείται κάθε έξοδο δια την ανατροφήν της κόρης του· κάθε έξοδο δια την ψυχαγωγίαν της· κάθε έξοδο δια την ευπρέπειαν των φορεμάτων της. Η θροφή της είναι από τες φθηνότερες· και ο γιατρός δεν έρχεται ποτέ στην αρχή της αρρώστιας της!... Μα δε φθάνει· ετούτη έχει χρέος να δουλέψει το σπίτι!... και ο γονής οικονομάει κι εδώθε το έξοδο της δούλας, κάνοντας δούλα τη θυγατέρα του, δια να προσθέσει στο προικιό της και τούτηνε την οικονομία!
Οι ελεεινές τούτες οικονομίες, οι οποίες δια να γενούνε τάλαρα εζουπήξανε τες ψυχικές δύναμες του παιδιού μας, μαζώνουνται όμως εις το ύστερο, και κάνουν' ένα ποσόν, αρκετό να κινήσει την κερδοσκοπία ενός γαμπρού. Ο γαμπρός μας έρχεται τότε και παίρνει τα αργύρια εκείνα, τιμή της ψυχοχτονίας οπού ο γονής έκαμε εις τη θυγατέρα του, και τα οποία παρασταίνουνε στο γαμπρό την αξία της ανθρωπιάς οπού ήθελ' έχει η γυναίκα του, αν ήθελε ξοδευθούνε σ' εδαύτη!
Έτσι, το θηλυκό τούτο το αδικημένο ξαναρχίζει ως και στο σπίτι του ανδρός της την παλιά της τέχνη, και βάνεται κι εκεί να κάμει τη δούλα!..
Προς τι λοιπόν η παντρειά της; Προς τι οι τόσες θυσίες; Προς τι η απανθρωπία των γονέων;
«Ναι, ήθελε μου πούνε οι γονείς, αλλ' αν δεν κάμομε έτσι, οι θυγατέρες μας, μένουν ανύπανδρες· επειδή ο μόνος όρος οπού μας βάνουνε οι γαμπροί είναι τα χρήματα, και όποια δεν έχει χρήματα δεν 'πανδρεύεται.
Όταν ήθελε ανασταίνομε γουρούνια για πούλημα, ήθελ' είναι λογικό το φοβέρισμα και ο φόβος. Ο πουλητής, τω όντι, πρέπει να κοιτάει την ευχαρίστηση του αγοραστή. Και τότες, αν ο αγοραστής ήθελ' έχει χρεία για γουρούνια παχιά, παχιά έπρεπε να 'ναι τα γουρούνια μας· αν ήθελε τα χρειάζεται μεγάλα, μεγάλα· και αν, για μία περίσταση εξαιρετική, ήθελε τα χρειάζεται στραβά και κουτσά, τα γουρούνια μας έπρεπε να 'ναι στραβά και κουτσά. Πραγματικώς, η αρρώστια του σκοτιού δίνει περσότερη τιμή εις τες χήνες· και όποιος έχει χήνες για πούλημα κάνει καλά ναν τους προμηθεύει την αρρώστια εκείνη· το ευνούχισμα περσότερη τιμή στους κοκόρους· και όσοι ανασταίνουνε κοκόρους για δόσιμο κάνουν καλά ναν τους καπονίζουνε, κτλ. Τέτοια είναι η φύση και οι όροι του εμπορίου.
Αλλ' όταν πρόκειται δια τα παιδιά μας, το πράμα αλλάζει. Τα παιδιά μας δεν πρέπει ναν τα μεταχειριζόμασθε ως πράγματα εμπορεύσιμα. Εμείς δεν πρέπει ν' ανασταίνομε τα παιδιά μας για το κόμοδο ενός τρίτου. Εμείς πρέπει ν' ανασταίνομε τα παιδιά μας για τον εαυτό τους. Ο γάμος είναι βέβαια ένα από τα συμβάντα τα πλέον αξιοσημείωτα, ίσως κιόλας το πλέον αξιοσημείωτο της ζωής τους· ακολούθως πρέπει πάντα να 'χομε κατά νουν ως και τούτο στην ανατροφή που τους δίνουμε· λέω ακόμη περσότερο, λέω ότι πρέπει ναν τα αναθρέφομε διά τον γάμον αλλά καθόσον ο γάμος ημπορεί ναν τα ωφελήσει· καθόσον ο γάμος ημπορεί να καλυτερέψει ακόμη περσότερο την καλή θέση εις την οποία χρεωστούμε ναν τα βάλομε, διαμέσου μιας ανατροφής όσο 'μπορούμε καλύτερης.
Και όμως δεν κάνουμ' έτσι. Εμείς εξεναντίας θυσιάζουμε την ανατροφή, δηλαδή την ανθρωπιά των παιδιώνε μας, εις την ιδέα της υπανδρείας τους!...
Εμείς χτηνοποιούμε το παιδί μας, για να σωρέψομε τάλαρα, ναν τα δώσομε, μαζί με το παιδί μας το χτηνοποιημένο, εις όποιονε θέλει ναν τα πάρει και τα δύο!...
Θυσιάζοντες την ανθρωπιά στην ιδέα του γάμου, θυσιάζουμε εκείνο που δε δίνει καιρό, σ' εκείνο που δίνει καιρό· εκείνο που αν δεν το κάμομ' εμείς δε γένεται, εις άλλο που 'μπορεί να γένει και χωρίς εμάς. Θυσιάζουμε το βέβαιο εις το αβέβαιο· το κύριον εις το εξαρτούμενο. Θυσιάζουμε τέλος πάντων το παιδί μας και τη συνείδησή μας εις την χτηνώδη φιλαργυρία ενός κερδοσκόπου αγνώστου!... και όλο τούτο γιατί; Γιατί έτσι εσυνηθίστηκε!...
Έτσι εσυνηθίστηκε!... Μα κάποτε οι συνήθειες έχουνε μιαν αιτία, και στην περίστασή μας αιτία είναι η καμία συμπάθεια μεταξύ θηλυκών και γονέων! Ένα θηλυκό παιδί ήθελε προτιμήσει να πεθάνει καλύτερα παρά να μείνει να περάσει τη ζωή του με τους γονέους του!... Ένας πατέρας, μία μάνα, ήθελε προτιμηθούνε κάθε άλλο δυστύχημα παρά ναν τους μείνει ένα θηλυκό στο σπίτι!...
Και γιατί πάλε τούτο;
Επειδή ένας κύκλος φαύλος προλήψεων κάνει το σύστημα των οικογενειών μας. Ο γονής, για να πανδρέψει τη θυγατέρα του, νομίζει ναν του είναι συγχωρημένο να 'βγάλει το προικιό της έως μέσα από τα σπλάγχνα της. Ενώ το θηλυκό εκείνο το τυραννεμένο, το κακοβλεμμένο, το υβρισμένο, δεν βλέπει άλλο μέσος ελευθερώσεως από τη σκλαβιά του παρά το γάμο!... Έτσι, η τυραννία γένεται αιτία της απαιτήσεως της υπανδρείας, ενώ η απαίτηση τούτη γένεται πάλιν αιτία της τυραννίας!...
Εγώ πιστεύω ότι, αν εμεταχειριζόμεθα τες θυγατέρες μας με περσότερην αγάπη, το σπίτι μας ήθελε πάψει να είναι ωθηστικό για δαύτες. Τότες με το πνεύμα τους αναπτυγμένο καλύτερα, ήθελ' έχουνε γνώριση και πείρα του κόσμου, κι ερχόμενη η ώρα της υπανδρείας τους, ήθελ' έχουν υπομονή και γνώση διά να διαλέξουν το σύντροφό τους. Ήθελε δεχτούν εκείνον, οπού ήθελε κρίνουνε κατάλληλον να κάμει την ευδαιμονίαν τους, και ήθελε απορρίψουνε τον κερδοσκόπο που δεν ήθελε βλέπει σ' εδαύτες παρά το προικιό τους...