BYRON, GEORGE GORDON, ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝΑΣ..,ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:28 μ.μ.

0


Byron, George-Gordon, Λόρδος Βύρωνας, Αγγλία 22 Γενάρη 1788- Μεσολόγγι 19 Απρίλη 1824

Memoranda

«Τι είναι η Ποίηση; Η αίσθηση ενός προηγούμενου κόσμου και του Μέλλοντος».

Lord Byron

Αναζητούνται βαθύτατα ιδεολόγοι «τυχοδιώκτες». Που περιφρονούν τη ζωή τους για τα ίδια ιδανικά. Αν είναι και ποιητές, ακόμα καλύτερα.

Αυτός ο «τυχοδιώκτης», κατά ορισμένους, ποιητής στην ουσία «αυτοκτόνησε» στην Ελλάδα επιδιώκοντας μαζί με τ’ άλλα να μονιάσει τους Έλληνες. «Προσπαθώ. Θα δω τι θα κάνω μ’ αυτό» είχε πει. Το Φλεβάρη του 1824 άρρωστος πλέον, δυο μήνες πριν πεθάνει, αρνήθηκε να εγκαταλείψει το Μεσολόγγι για να σωθεί. «Αλλά μονάχα με την ηρωική αυτή πράξη εξασφάλισε την απελευθέρωση της Ελλάδας…Αν τον Φεβρουάριο του 1824 παρατούσε την Ελληνική υπόθεση, είμαι βέβαιος πως δεν θα υπήρχε Ναυαρίνο», έγραψε ο Νίκολσον. Ίσως ο Byron να διέθετε και μια διαίσθηση.

Το όραμά του δεν ήταν «Ελληνικό» αλλά Παγκόσμιο. « Θέλω να πολεμήσω τουλάχιστο με λόγια και αν ευτυχήσω και με έργα όλους όσους καταπολεμούν τη σκέψη,…ενάντια στους τυράννους». Αλλά στην Ελλάδα επέστρεφε, γιατί αναγνώριζε πως η Ελλάδα ήταν η σκέψη και η ρίζα.

«……………………………………………….

Είναι η Ελλάδα! Είναι νεκρή, ψυχρή είναι τώρα.

Νεκρή, αλλά ωραία. Ψυχρή, τερπνή ωστόσο ακόμη.

Φρίττεις, όταν σημεία ζωής δεν συναντάς. Ωστόσο

υπάρχουν και νεκροί, που διατηρούν του κάλλους των τα ίχνη

και όταν ακόμη από το σώμα τους έχει φυγαδευθεί η ψυχή τους.

………………………………………………………

Μητέρα των μεγάλων των ανδρών, θνητών ενδόξων χώρα!

Απ’ τα βουνά ως κάτω στις κοιλάδες σου ήσουν

της Ελευθερίας ο πρόμαχος. Μιας δόξας άφθαστης μνημείο!

Των ημιθέων είσαι η νεκροθήκη. Κι ας μην υπάρχουν πλέον

παρά τα λείψανα, λείψανα απ’ την, άλλοτε, ζωή σου.

Εμπρός σκλάβε δειλέ, των αλυσίδων φίλε!

Λέγε: Δεν είναι αυτές οι αρχαίες οι Θερμοπύλες,

το κύμα αυτό το γαλανό, που τις ακτές του βρέχει

δεν είναι το πανάρχαιο; Γόνε γενναίων προπατόρων

λέγε: Ποιος είναι αυτός ο σκόπελος, ποιος είναι αυτός ο βράχος;

Είναι ο σκόπελος της Σαλαμίνας ο όρμος είναι!

Εμπρός στη μάχη! Αυτή τη γη με το άφθιτο το κλέος

ελευθερώστε την! Στην τέφρα των προγόνων,

ιδού, σπινθήρες! Ηφαίστεια στα στήθη σας ας γίνουν!

Ο φιλόπατρις στην ένδοξη τη μάχη αν πέσει, το όνομά του

θα παραμείνει: φόβητρο και τρόμος των τυράννων.

Και δόξα για τα τέκνα του λαμπρή και ζώπυρο κι ελπίδα,

ώστε να προτιμούν το θάνατο απ’ την αισχρή δουλεία.

(The Giarur, Ο Γκιαούρ, 1813, απόσπασμα)

*

-«Όσο μεγαλύτερη η ισότητα, τόσο πιο δίκαια διανέμεται η δυστυχία και γίνεται ελαφρότερη αφού μοιράζεται σε τόσους πολλούς – ως εκ τούτου. Δημοκρατία!…)

-«Θα πρέπει να λυπάμαι που οι υποθέσεις μου πάνε καλά, τη στιγμή που αυτές των εθνών βρίσκονται σε κίνδυνο…Θεέ, δώσε σε όλους μας καλύτερους καιρούς ή περισσότερη φιλοσοφία!…»

-«Σκέφθηκα τη θέση των γυναικών στην Αρχαία Ελλάδα – αρκετά άνετη. Η τωρινή είναι κατάλοιπο της βαρβαρότητας των ιπποτικών και φεουδαρχικών χρόνων – προσποιητή και αφύσικη…»…

διαβάζουμε σε «στιγμές» απ’ τα ημερολόγιά του.

Αλλά και σε πολλά – ιδίως στα μεγάλα σε έκταση – έργα του («Λάρας», «Η πολιορκία της Κορίνθου», «Ο φυλακισμένος του Σιγιόν», «Γκιαούρ» κ.ά.) η αντίθεσή του στην αθλιότητα, την καταπίεση, την υποδούλωση και την ανισότητα επανέρχεται και είναι σαφής.

*

Με μια θαρραλέα σάτιρα ( “English Bards and Scotch Reviewers”, Άγγλοι Ποιητές και Σκώτοι επικριτές, 1809) χλεύασε τους κριτικούς και τους ποιητές της εποχής του για την απεμπόληση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, με τις οποίες μεγάλωσε, και την υποταγή τους στους ισχυρούς για να μη χάσουν την προβολή και τα συμφέροντά τους.

«Αξιοθρήνητη απώλεια χρόνου και ψυχραιμίας» γράφει για τα καθημερινά πάρτι τού μισού Λονδίνου. «Τίποτα δεν δίνεις και τίποτα δεν παίρνεις – κουβέντα χωρίς ιδέες. Αλλά θα πάω; Θα πάω. Για να τιμωρήσω τον εαυτό μου που δεν έχει σκοπό».

Κι αυτός ο «χωρίς σκοπό» θυελλώδης, ανυπότακτος, παράφορος και υπερβολικά ευαίσθητος ποιητής, πάντα ανήσυχος και μελαγχολικός, που «δε μετάνιωσε ποτέ για τα ανόσια αμαρτήματά του και στέναζε συνέχεια», έγραφε ταυτόχρονα – εγκαταλείποντας ξαφνικά τις παρέες του με τις κυρίες – τα γεμάτα ελευθερία ποιήματά του, «νοσταλγώντας την παρέα του λυχναριού του και την τελείως αναστατωμένη και αναποδογυρισμένη βιβλιοθήκη του».

*

Σχεδόν σε ό,τι έγραφε, την Ελλάδα ονειρευόταν και – με πάθος – επέστρεφε.

Ίσως στην κρύπτη του Χάκναλ Τόρκαν, κοντά στο Νότιγχαμ, όπου κοιμάται - παρά την επιθυμία του να μην επιστρέψει πλέον στην Αγγλία απ’ την οποία έφυγε οριστικά τον Απρίλη του 1816 - να τον σκιάζουν ακόμα τα όνειρα που δεν πρόλαβε να δει ολόφωτα. Οι Έλληνες ήθελαν να τον θάψουν πάνω στην Ακρόπολη.

«Πίσω απ’ τα όρη του Μοριά, περιντυμένος με πορφύρα,

ο ήλιος κατεβαίνει αργά. Οδεύει προς τη Δύση.

Όχι! Το φως του δεν είναι ωχρό, θαμπό, καθώς στις χώρες

του Βορρά. Είναι διάφανο, λαμπρό. Καθώς κατηφορίζει

ήρεμος, πράος για να χαθεί στον πόντο πέρα,

τις κεφαλές των ελαφρών κυμάτων θα χρυσώσει.

Την Ύδρα αποχαιρετά, της Αίγινας το βράχο.

Το τελευταίο του χαμόγελο ο θεός του Ωραίου επιφυλάσσει

γι’ αυτήν την ένδοξη, την προσφιλή του χώρα,

έστω κι αν αυτή θυσίες δεν του προσφέρει τώρα πλέον.

Και ιδού: οι σκιές των εράσμιων γύρω λόφων

φιλούν τον ήρεμο τον κόλπο σου, ω δοξασμένη Σαλαμίνα!

(“The Corsair”, Ο Πειρατής, 1814, απόσπασμα )

*

«Τι παράξενο πράγμα η ζωή και ο άνθρωπος!», σχολιάζει. «Αν εμφανιζόμουν στην πόρτα του σπιτιού που μένει τώρα η κόρη μου, θα μου την έκλειναν κατάμουτρα, εκτός (και δεν είναι απίθανο) αν έριχνα κάτω τον θυρωρό, κι αν πήγαινα την ίδια χρονιά (πιθανόν και τώρα) στο Drontheim (το μακρινότερο χωριό της Νορβηγίας) ή στο Holstein, θα με υποδέχονταν με ανοιχτές αγκάλες».

Και, παρά τη φήμη του, σχεδόν σε ό,τι έγραφε, την Ελλάδα ονειρευόταν και επέστρεφε…

«Μούσα, που στην Ελλάδα πίστευαν ότι ουράνιο

ήταν το γένος σου, Μούσα, πλασμένη απ’ του ραψωδού τον οίστρο…»

*

Παρόλο που, «περισσότερο απρόσεχτος απ’ όσο θα έπρεπε να είναι ένας μεγάλος ποιητής, δεν έγραψε ποτέ του με το συνδυασμό πνεύματος και τέχνης…» - κι αυτό είναι αλήθεια - ο Γκαίτε, που παρακολουθούσε την πορεία του με αγάπη, τον χαρακτήρισε «το φωτεινότερο πνεύμα του αιώνα του». Κάτω από άλλες συνήθειες ζωής ο Byron θα μπορούσε να είναι ένας – από όλους πλέον αποδεκτός – πραγματικά μεγάλος ποιητής.

Και, το γήινο, τέλος:

«…Χθες (την 16η Φεβρουαρίου 1824) τοποθέτησαν βδέλλες στους κροτάφους μου…αλλά με πυρετό ακόμα και διάφορα άλλα συμπτώματα. Παρουσίασα μεγάλη αιμορραγία και δυσκολεύτηκαν να σταματήσουν το αίμα…Αυτό το πέτυχαν γύρω στις 11 το βράδυ… Αλλά με διακόπτει η αναφορά μιας ομάδας που επέστρεψε από την ανίχνευση ενός Τούρκικου πολεμικού που μόλις αγκυροβόλησε στην ακτή, και θα του επιτεθούμε μόλις μπορέσουμε να στρέψουμε μερικά κανόνια εναντίον του. Θ’ ακούσω τι λέει ο Parry σχετικά. Νάτος που έρχεται…».

«Θέλω να κοιμηθώ», είπε στις 19 Απρίλη 1824. Και «κοιμήθηκε». Σε ηλικία που κοιμήθηκαν και άλλοι Byron.

To 1969, τόσο αργά, αναγράφηκε το όνομά του στη «Γωνιά των Ποιητών» στο Γουεστμίνστερ. Έστω…

*

Το Μεσολόγγι, τόπος της θυσίας και της δόξας του, είναι πάντα παρόν και για τα δυο. Στη σημερινή όμορφη και ήρεμη πόλη υπάρχει η ΒΥΡΩΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΙΕΡΑΣ ΠΟΛΕΩΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ (μια απ' τις πολλές σ' ολόκληρο τον κόσμο), σαν Διεθνές Κέντρο Έρευνας και Μελέτης για τον Λόρδο Βύρωνα και τον Φιλελληνισμό, προς την οποία εκφράζω τις ευχαριστίες μου για τη συνεργασία.

www.messolonghibyronsociety.gr

Γιώργος Τσακιράκης

_____

σημείωση: το χειρόγραφο είναι γράμμα προς την κόρη του.