Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 3:06 μ.μ.
0
Η ύλη του site θα ανανεωθεί μέχρι τις δεκαπέντε Φλεβάρη 2010.
Η ύλη του site θα ανανεωθεί μέχρι τις δεκαπέντε Φλεβάρη 2010.
Ακούστε ακόμα ένα τραγούδι του Paulo Neruda
στο site: www.poetryfoundationworld.eu
Μάνος Ελευθερίου
Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ
Μοιάζει μαρμάρινη στήλη με τα εγχάρακτα
ονόματα ανθρώπων που έπεσαν για την πατρίδα.
Κάθεται χρόνια μπροστά στην πόρτα της.
Ποτέ στη ζωή της δεν σηκώθηκε από 'κει.
Ίσως εκεί γεννήθηκε στα πένθη της και γέρασε.
Νερό των πεθαμένων πίνει, της Σελήνης.
Φοράει μαύρα και πενθεί.
Και για πολλούς πενθεί κι ίσως για μένα.
Ποτέ κανείς δεν πέρασε απ' την πόρτα της.
Ποτέ κανείς να τη ρωτήσει πώς και τι.
Μονάχα εγώ ψωμάκι και τυράκι της πηγαίνω
και το χαρίζει στους αγίους.
Μια πόρτα στο χρώμα ακριβώς της στάχτης.
Ξύλο ναυαγίου, σκεβρωμένη, γριά πόρτα.
Μ' ανοιγμένες φλέβες ξερές απ' τον ήλιο
ίδιες με τα πλοκάμια χταποδιού
και τη χυμένη σκουριά της σάπιας κλειδαριάς.
Χρώμα σαν τα φτερά πολλών πουλιών
και των αγγέλων.
_________
Θανάσης Παπαθανασόπουλος
Η ΔΙΚΗ
Ο πρόεδρος, οι εφέτες, ο εισαγγελέας
ζούνε το ίδιο κενό, την ίδια απόγνωση.
Στις εφτά θα περάσουν οι σατανιστές
στις δέκα οι καλυμμένοι τρομοκράτες
στις δώδεκα οι τραβεστί με το καινούριο φόρεμα.
Όλοι τους λένε ψέμματα σαν τα ποιήματα.
Περίπλοκοι συλλαβισμοί περί του δόλου
σκύβουν στις στάχτες να ζεσταθούν.
Οι απολογίες σιωπηλές και οι αγορεύσεις.
Επάνω τους τα βλέμματα της λύπης.
Το τελικό συμπέρασμα τραυματισμένο
προσφέροντάς μας ένα λασπωμένο ρόδο.
__________
Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ
ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
Θέλω να γράψω ένα ποίημα
για την πραγματικότητα
αυτή που δεν έζησε ποτέ κανείς
αφού ο καθένας
στη δική του βρέθηκε φυλακισμένος
αιώνες τεντώνοντας τα χέρια προς τα έξω.
Την πραγματικότητα
που ίσως να γνωρίζουν οι πεθαμένοι
εκεί στις βαθιές χαράδρες
της ανυπαρξίας
όπου κανένα σαρκικό παραμύθι
δεν πείθει
κι άχρωμα μούρα
πέφτουν σ' αναίσθητα στόματα.
την πραγματικότητα
που αν σ' αγγιζε ποτέ
θ' αναγνώριζες αμέσως σαν τη μόνη αλήθεια
έξω απ' της δικής σου επιβίωσης
τη φαντασία.
Θα 'ταν ζεστή άραγε, θα ' χε του πελάγου τη μυρωδιά
ή αμετάκλητη χωρίς να δωρίζει
ούτε μια ώρα προθεσμία;
Θα 'θελα να γράψω ένα ποίημα
για μια πραγματικότητα
που δεν θα με είχε περιλάβει
αλλά τρομάζουν οι στίχοι...
Ούτε το σκέφτονται
ούτε προσπαθούν.
__________
Γαλλία, Yves Bonnefoy (Υβ Μπονφουά), 1923
" Η ποίηση του Yves Bonnefoy είναι μυστική, εναρμονίζει την κρυφή λειτουργική ουσία των πραγμάτων με την εξωτερική τους αισθητική. Το υλικό που δένει τον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο του είναι αυτή η ίδια η ποίηση. Όπως κάθε ποιητικό έργο έχει και τις επιρροές του: Ηράκλειτος, Σαίξπηρ, Μαλαρμέ. Μυστική ποίηση αλλά όχι μυστικιστική, ούτε σκοτεινή. Δεν είναι ποίηση του κιάρο-σκούρο, όπως νόμισαν μερικοί, κι αυτό γιατί η μόδα των τελευταίων καιρών μας δείχνει μόνο ποίηση "άμεση"(ρητορική) ή δίχως συνοχή. Η υπερρεαλιστική ποίηση έχει επαφές μ΄αυτό το έργο, παρόλο που ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της, ο παραλογικός διάλογος των ετερόκλητων, έχει αντικατασταθεί- όπως στο έργο του Roger Caillois- με την κλασική έννοια της εκτέλεσης. Η κλασική εκτέλεση δεν είναι βέβαια μια κρύα αρμονική (συχνά στείρα) και γεωμετρική έκφραση της λογικής, που σηκώνει μόνο φιλολογικές εκτιμήσεις. Περιέχει και το γίγνεσθαι του μυστικού". (Παρίσι, Δημήτρης Άναλι).
Yves Bonnefoy: " Θυμάμαι μια στιγμή στους Δελφούς, εκείνα τα μακρινά χρόνια, ακριβώς μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπου εκείνοι που διέμεναν στο αλησμόνητο λευκόφαιο χωριό πιο χαμηλά από τα ερείπια μπορούσαν ακόμη να είναι σχεδόν μόνοι με τον μεγάλο ναό και την απλή ζωή. Πολύ κοντά στην πόρτα μου υπήρχε αυτό το κελντερίμι που κατέβαινε προς τη θάλασσα, με την Ιτέα μακριά να μη διακρίνεται καθαρά μέσα στο φως. Και μέσα στην άκρα σιωπή κάθε αυγής είδα μια φορά έναν γέροντα χωρικό να κατεβαίνει τα σκαλιά δίχως βιασύνη, τυλιγμένος αυτό το φως, θα έλεγε κανείς χωνεμένος κι αυτός απ' αυτό. Αυτός ο γέροντας λοιπόν, αυτά τα βήματα μέσα στο απόλυτο, αυτή η ειρήνη, αυτό το πανταχόθεν προφανές, δεν ήταν ο Πλωτίνος μέσα στον Πλάτωνα ή μάλλον ο Πλωτίνος μέσα στην ίδια την καρδιά της Πλατωνικής σκέψης, για να φανερωθεί και να λυθεί εκεί εκείνο που αναζητείται ήδη στις επιστάμενες διαλεκτικές του Παρμενίδη; Το όραμα του γέροντα που περνούσε σιωπηλός μέσα στην ατάραχη προφάνεια του κόσμου μού φάνηκε έτσι να συνηχεί στην εντέλεια με όλα όσα μάθαινα για τον μεγάλο ελληνικό λόγο. Μου έδειχνε την εσωτερική του διάσταση, εκείνη που πηγαίνει από τον αριθμό στη λήθη του αριθμού, και επίσης το γιατί αυτή είχε ανέκαθεν μια ουσιαστική σχέση με τους τόπους της γης. Τους Δελφούς, για παράδειγμα, τους Δελφούς που είναι ένας τόπος, αλλά πρώτα ένας τρόπος να ζεις τον τόπο και να μαθαίνεις να ζεις εκεί με πληρότητα, που σημαίνει να προετοιμάζεσαι να πεθάνεις.
Στους Δελφούς λοιπόν, στη λιόφυτη γη, μπόρεσα, όσο με αφορά, και με μεγάλη δυσκολία εξάλλου, να αρχίσω να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου μέσα στον δικό μου κόσμο, που εκείνη την εποχή δεν γινόταν να είναι πιο ταραχώδης και σκοτεινός. Με την ανάμνηση αυτού του μεγάλου μαθήματος έγραψα στο τέλος του δεύτερου βιβλίου μου Hier regnant desert (Χθες, που βασίλευε η έρημος) ποιήματα με τίτλο "Δελφοί της δεύτερης μέρας" και "Εδώ, πάντοτε εδώ". Η λέξη "δεύτερη" σημαίνει εκείνο που ανοίγεται κάτω από το περίβλημα των εννοιολογικών αναγνώσεων, των αναζητήσεων εκ των έξω, σημαίνει το αμύγδαλο του είναι, την παρουσία".
ΔΕΛΦΟΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΜΕΡΑΣ
Εδώ ανήσυχη η φωνή δίνει μια συγκατάθεση αγάπης
για την απλή πέτρα,
οι πλάκες που ο χρόνος υποτάσσει κι ελευθερώνει,
η ελιά, γεύση στεγνής πέτρας στη δύναμή της.
Το βήμα στον αληθινό τόπο του. Ανήσυχη η φωνή
ευτυχής κάτω απ' τους βράχους της σιωπής,
και το άπειρο, το απεριόριστο απαντάει
με κουδουνάκια, όχθη ή θάνατος. Καθαρό ήταν
το φαράγγι σας από κάθε τρόμο,
Δελφοί της δεύτερης μέρας.
ΕΔΩ, ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΔΩ
Εδώ, στον καθαρό τόπο. Η αυγή έσβησε,
ξημέρωσε κιόλας με δίκοπες επιθυμίες.
Απ΄τους αντικατοπτρισμούς ενός τραγουδιού στο όνειρό σου
μένουν μόνο αυτές οι σπίθες από πέτρες στο μέλλον.
Εδώ, και ως το βράδυ. Το ρόδο των σκιών
θα στραφεί στους τοίχους. Το ρόδο των ωρών
θα φυλλορροήσει αθόρυβα. Οι καθαρές πλάκες θα οδηγήσουν
κατά τη βούλησή τους αυτά τα συνεπαρμένα από φως βήματα.
Εδώ, πάντοτε εδώ. Πέτρες πάνω στις πέτρες
έχτισαν τη χώρα που ομολογείται στην ανάμνηση.
Ευθύς μόλις με τον ήχο των απλών καρπών στην πτώση τους
αναζωπυρώνεται ακόμα μέσα σου ο χρόνος που θεραπεύεται.
(μετάφραση, Χριστόφορος Λιοντάκης)
Άλλα ποιήματα του Υβ Μπονφουά θα βρείτε στο site: www.poetryfoundationworld.eu
Κωστής Παλαμάς, 1859-1943,
εκατόν πενήντα χρόνια ανάσες ζωής και ποίησης
Θα μείνουμε σε δυο εφηβικά του «ψιθυρίσματα», έξω απ’ τα καθιερωμένα, που δείχνουν το ίχνος της μετέπειτα πορείας του. Είναι θελκτικά χαρακτηριστική η χρήση διαφορετικής γλώσσας ανάμεσά τους, με τον Παλαμά να είναι στα δεκάξι του κι ύστερα, στο δεύτερο ποίημα, μόνο στα δεκαοχτώ του.
Είναι παρμένα απ’ το τεύχος των «Αχαϊκών» του Ιούνη 1943, με διευθυντή τον τότε δικηγόρο και ιστορικό των Πατρών Κώστα Τριανταφύλλου, «τεύχος Κωστή Παλαμά», που οι αρχές κατοχής λογόκριναν και απαγόρεψαν την κυκλοφορία του. Ένα από τα σπάνια πρωτότυπα του τεύχους αυτού βρίσκεται στα χέρια του δικηγόρου της Πάτρας Λεωνίδα Μαργαρίτη, που το παρουσίασε σε εκδήλωση για τον Παλαμά, παράλληλα με την επιδίωξη να μετατραπεί το σπίτι που γεννήθηκε σε μουσείο ενθυμημάτων του ποιητή.
Στο τεύχος αυτό αναφέρεται για το πρώτο, το νεανικό του ποίημα "Τη Ε..., δια τα ρόδα της":
"Το ανέκδοτο αυτό ποίημα του Κωστή Παλαμά που έγραψε σε ηλικία δέκα έξη χρονών στο Μεσολόγγι για τη φίλη του Ε(ιρήνη), το ανακοινώνει ο εδώ καθηγητής της φιλολογίας Μεσολογγίτης κ. Άγγελος Δ. Βούρβαχης, στην ιδιοκτησία του οποίου βρίσκεται και σήμερα το αυτόγραφο. Ο φίλος συνεργάτης προσπάθησε νάβρει κι άλλα στοιχεία σχετικά, αλλά δεν βρήκε ως τώρα πολλά πράγματα. Το αυτόγραφο ο κ. Βούρβαχης το κατέχει εδώ κι είκοσι πέντε χρόνια. Βρέθηκε στο Μεσολόγγι. Είναι γραμμένο στα μαθητικά χρόνια του ποιητή σε καθαρεύουσα.
ΤΗ Ε...ΔΙΑ ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ
Ήθελον τα ρόδα, όσα καθ' εσπέραν μοί προσφέρεις,
θαλλερά αεί να μένουν, να μη κλίνουν μαραμένα.
Θλίβομαι- όσον συ χαίρεις,-
θλίβομαι, όταν τα βλέπω πίπτοντα ένα προς ένα .
Ούτω φευ! μαραινομένη φεύγει η νεότης, σβύνει.
Αι ωραίαι του Μαϊου ούτω φεύγουσιν ημέραι
των νεανικών ετών μου θα απέλθει η Ε ι ρ ή ν η,
και ψυχραί θα ανατείλουν άλλαι σκοτειναί ημέραι.
Πλην της φύσεως τους νόμους τις ποτέ θα μεταβάλη;
Αφιστάμενον τον χρόνον τις ποτέ θα σταματήσει;
Αιωνίως αν δεν μένουν των ανθέων σου τα κάλλη,
καν τα μύρα των, θαλλόντων, η ψυχή μου ας ροφήσει.
Ω! μη παύης-σ' ικετεύω-δωρεάν σου την γλυκείαν.
Θαλλερά ή μαραθέντα θα τα αγαπώ εξ ίσου.
-Αγνοείς πώς μοι προσφέρεις δι' αυτών μικρογραφίαν,
καλλιτεχνικήν εικόνα της μαγευτικής μορφής σου;
Κατά το θέρος του 1875 Κ. Μ. Παλαμάς
Για το δεύτερο ποίημα- που αφορά νεανικό ειδύλλιο του Παλαμά στην Πάτρα- επίσης στα "Αχαϊκά" του Ιούνη 1943, μεταξύ πολλών άλλων αναφέρεται:
"Ο Παλαμάς κι ο Βελλιανίτης συνεργαζόνταν στην "Ακρόπολη" του Γαβριηλίδη. Μίαν νύκτα, αρχίζει την διήγησή του οι Βελλιανίτης, εις τον έρημον κήπον του Πανεπιστημίου, μου απήγγειλε το "Αγιόκλημά" του, έπειτα δε ηκολούθησεν η ιστορία του ποιήματος". Είναι 48 χρόνια που το έγραψε και σαράντα που το δημοσίευσε...Γράφτηκε πράγματι στα 1878 και δημοσιεύτηκε στην πρώτη ποιητική συλλογή του "Τα τραγούδια της Πατρίδος μου...".
ΝΑΜΟΥΝ Τ' ΑΓΙΟΚΛΗΜΑ
Νάμουν τ' αγιόκλημα που απ' την αυλή σου
ψηλά 'ς τον τοίχο σου σκαλώνει, ανθεί,
που με τη δρόσο σου, με την πνοή σου
πάντα δροσίζεται και πάντα ζη.
'Σ το παραθύρι σου να 'ρθω να στήσω
κλωνάρια πράσινα για ν' ακουμπάς,
στρώμα, προσκέφαλο να σου χαρίσω,
να γέρνης ήσυχα, να μ' αγαπάς.
Ν' ανακατώνουνται, να γίνουντ' ένα,
να κουβεντιάζουνε αδελφικά
τα λουλουδάκια μου τα μυρωμένα
με τα μαλλάκια σου τα καστανά.
Να λούζω αδιάκοπα τα όνειρά σου
με των ανθών μου τη μυρουδιά,
κι εσύ τους κλώνους μου με τη δροσιά σου.
Εγώ δουλεύτρα σου κι εσύ κυρά.
Και 'ς το καλότυχο παράθυρό σου
όποιος το ταίρι μας τύχη να ιδή
να λέγη εμένανε δεντρί 'δικό σου
'δικό μου λούλουδο εσέ να ειπή.
Χωρίς εσένανε να μην ανθίζω,
χωρίς εμένανε να μη γελάς,
την ευτυχία μου να σου χαρίζω ,
την εμμορφάδα σου να μου σκορπάς.
1878 Κ. Μ. Παλαμάς
Paolo Ruffilli, Ιταλία (γεννήθηκε στο Ριέτι το 1949 και ζει στο Τρεβίζο απ’ το 1972). Απ’ τη Συλλογή «Η χαρά και το πένθος. Πόνος και Θάνατος για το Aids» (απόσπασμα)
Στην κόρη μου και σε όλα τα παιδιά του κόσμου
«Η αλήθεια είναι ότι
γέννηση ή θάνατος
δεν υπάρχει, κατά βάθος»,
μου είπε η κόρη μου
κλαίγοντας
«κανένας σεβασμός
για την αξία της ζωής
στον κόσμο»
Εάν γιατρευτώ / και περπατήσω ξανά ,/ εάν σταθώ όρθιος / εάν μπορέσω να βγω έξω / μόνος μου / και να πάω πάλι / όπου μ’ αρέσει / και όπου θέλω ,/ θα μου αρκούσε / μια μικρή βόλτα / μέχρι το περίπτερο / ακόμη και με το χιόνι / και με κίνδυνο να πέσω / και μια ωραία ιδέα / θα ήταν η περιπέτεια / ενός γεμάτου ταξιδιού / πολύ μακριά ,/ η Οδύσσεια μιας ημέρας / στο κυνήγι των απρόβλεπτων στάσεων / και συναντήσεων ,/ ανακαλύψεων και λοξοδρομήσεων. / Θα ήθελα να σταματήσω να πιω / μονάχα για την ευχαρίστηση / και για τη μυρωδιά / ένα φλυτζάνι καφέ και / να μείνω μέσα / μονάχα για να μυρίσω / τον καπνό των τσιγάρων. / Να μπω να μιλήσω / με τον μανάβη, / κοιτώντας το χρώμα / μέσα στα καφάσια τους / από κάθε φρούτο και λαχανικό / γεμίζοντας τα χέρια μου / με αυτά τα υπέροχα σχήματα. / Θα χάσω χρόνο / στον δρόμο / στα ίχνη του γάτου μου / ρουφώντας τον ψυχρό και καθαρό αέρα / και πίνοντας γουλιά γουλιά / για πολύ ακόμα / τη γεύση της ομίχλης. / Εάν γίνω καλά… / Θα ξαναπεράσω μέσα από το ήδη γινωμένο / και το ήδη ιδωμένο / το άπειρο / που γνώρισα.
Όμως τώρα όλα / έχουν χαθεί, έχουν τελειώσει / και γλιστρήσει πάνω στην κατηφόρα / του ξοδεμένου χρόνου / που χάθηκε και σκορπίστηκε / μέσα στη ρωγμή / χωρίς επιστροφή / μετά το αντίο…
μετάφραση, Γιάννης Παππάς
Περσία (Ιράν), 11ος-12ος αι., Ομάρ Καγιάμ
Persia ( Iran ), 11-12 century, Omar Khayyam, 1048-1131
ΚΥΝΗΓΟΥΣΑ ΕΝΑ ΠΟΥΛΑΚΙ
Φέτο το καλοκαιράκι
κυνηγούσα 'να πουλάκι.
Κυνηγούσα λαχταρούσα,
να το πιάσω δε μπορούσα.
Έρριξα τα ξόβεργά μου
γ-ήρτε το πουλί κοντά μου.
Έσκυψα να το φιλήσω,
θέλ' φλουρί να το χαρίσω.
Γω γ-είμ' ορφανό παιδάκι,
πού να το 'βρω το φλουράκι;
(της αγάπης, απ' την Ανατολική Θράκη,
συλλογή Δημ. Πετροπούλου)
__________
Τ' έχει η μάννα μας και κλαίει;
γω καλά 'μαι παντρεμένη.
Έχω σίτα και κρισάρα,
ζντιροστιά μ΄ένα ποδάρι,
χ' λιαρολόγο μ' ένα κ 'τάλι,
τσέργα με σαράντα φλόκους,
και στη μέση χαλασμένη...
Και στο μήνα και στο 'ξάμ' νο
το σπιτάκι μου σαρώνω...
Πέντε μήνους, έξ αδράχτια
πότε τάγνεσα, η πλατούνου;
Κι η κακιά μου η συνυφάδα
ακαμάτρα με φουϊάζει...
Πιάνω να τα τυλ 'γαδιάσω
απ' αυτί σ' αυτί της γάτας.
Μάειδε η γάτα το ποντίκι,
κακό πόπαθα η καϋμένη,
και μου σκόρπ' σε το διασίδι.
Κι άντρας μου, 'πο το κακό του,
έβαλε φωτιά στο σπίτι,
έβαλε φωτιά στο σπίτι,
για να κάψει το ποντίκι.
(περιγελαστικά, συλλογή Ειρήνης Σπανδωνίδη,
τραγούδια της Αγόριανης)
Μια πρώτη μουσική πληροφόρηση
Ερμήνευσαν (και) έντεχνο τραγούδι:
Νίκος Ξυδάκης / Ρηνιώ Παπανικόλα / Λουδοβίκος των Ανωγείων / Σαβίνα Γιαννάτου / Έλλη Πασπαλά / Θανάσης Παπακωνσταντίνου / Σωκράτης Μάλαμας / Σόνια Θεοδωρίδου / Γιώργος Νταλάρας / Αλκίνοος Ιωαννίδης / Λένα Πλάτωνος / Βασίλης Λέκκας / Χάρης Αλεξίου / Αναστασία Μουτσάτσου/ Αικατερίνη Γκόνου / Ελευθερία Αρβανιτάκη / Κλαίρη Νταντωνάκη / Μίλβα / Ελένη Βιτάλη / Μελίνα Τανάγρη / Αγγελική Ιωννάτου / Μελίνα Κανά / Μιλτιάδης Πασχαλίδης / Χρήστος Θηβαίος /Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας...
(...ο κατάλογος θα είναι σε διαρκή συμπλήρωση και με άλλους ερμηνευτές, συνθέτες και άλλα είδη έντεχνης μουσικής).
Γιώργος Τσακιράκης
Ένα γράμμα για τη Νύχτα
Αγαπημένα μου παιδιά,
σήμερα η χαρά μου είναι τόσο μεγάλη, που θα ΄θελα, αν μπορούσα, να τη βάλω και μέσα στη δική σας μικρή καρδούλα, για να σας κάνω ευτυχισμένα. Φοβάμαι όμως μη δεν τα καταφέρω… Ας είναι. Ξέρω πως με ακούτε μ’ ανυπομονησία, γι’ αυτό θα σας πω τη χαρούμενη ιστορία μου.
Κείνο το βράδυ, το μπαλκονάκι μου φάνταζε πίσω απ’ τα τζάμια σαν βαθυγάλαζος όμορφος κόσμος, φυλαγμένος μέσα σε γυάλα.
Στην αρχή ήμουν τόσο λυπημένος που έπρεπε, όπως νόμιζα, να στέκομαι σαν ξένος έξω απ’ αυτόν τον πολύχρωμο κι ευωδιαστό κήπο με τις γαζίες και τους βασιλικούς στις δυο άκριες. Ύστερα ξέκρινα το χερούλι της γυαλένιας πόρτας από ΄να αντιφέγγισμα, μια γλυκιά λάμψη, που δε στάθηκε βολετό να καταλάβω από πού ερχόταν.
Έχετε ακούσει να μιλάνε για μια ησυχία που ξεκουράζει τ’ ανοιξιάτικα και τα καλοκαιρινά βραδινά; Ε λοιπόν, μια τέτοια γλυκιά ησυχία με τύλιξε, μια ακριβώς τέτοια μαλακιά σιωπή.
Τι τυχερά που είναι τ’ αστέρια μ’ αυτή τη συντροφιά, σκέφτηκα.
Έτσι ήτανε στην αρχή. Μπορεί όμως και να μου φάνηκε πως ήταν έτσι. Γιατί, καθώς τα δευτερόλεπτα περνούσαν από μπροστά μου, σαν τα στρατιωτάκια που χάνονται στο βάθος του δρόμου μετά απ’ τη ρυθμική παρέλασή τους, ένιωσα να μου χαϊδεύει τ’ αφτιά μια τόσο αρμονικιά μουσική, που μου γλύκαινε ακόμα και το σώμα και το κρατούσε ακίνητο κι εκστατικό…Κυριολεκτικά την ανακάλυψα…
Μετά από αυτό, δεν ήταν δύσκολο οι χτύποι της καρδιάς μου να τραγουδούν μαζί με τις νότες.
΄Ισως περιμένετε να σας ιστορήσω από πού επιτέλους ερχόταν η μουσική. Μπορεί να ’βγαινε από μέσα μου. Απ’ τη διάθεσή μου…Μα όχι. Είμαι σίγουρος πως έβγαινε πιο πολύ από την ίδια τη φύση και τον κόσμο της, που θα ’πρεπε κείνη την ώρα να νανουριζόταν απ’ το φλοίσβο του ποταμίσιου νερού, που ’τρεχε κι έτρεχε, σα να ’λεγε ένα μακρύ κι όμορφο παραμύθι.
Ξεχάστηκα για λίγο και σιγομουρμούρισα κι εγώ το πρελούντιο της νυχτερινής μου συναυλίας.
Τυχερά που ΄ναι τ’ αστέρια και μ’ αυτή τη συντροφιά, ξανασκέφτηκα, βλέποντας ένα απ’ αυτά να τρεμοσβήνει πιο χαρωπά, λες και χειροκροτούσε στο τέλος κάποιου μουσικού μέρους.
Λέτε να ’ταν αυτό τ’ αστέρι που έστειλε πριν τ’ αντιφέγγισμα, να φωτίσει για χάρη μου το χερούλι της γυαλένιας πόρτας; Λέτε να ’ταν καμιά μικρή πυγολαμπίδα;
Ω, τι σχολαστικός που είμαι…Όποιο και να ’ταν, φέρθηκε τόσο ευγενικά. Με τόση, θα ’λεγα, ανθρωπιά. Για να μπορέσω ν’ απολαύσω τη μελωδία των δοξαριών-έτσι θα ’θελα τώρα να πω τις φτερούγες των πουλιών-των πλήκτρων-έτσι μου φάνηκαν τότε τα φύλλα των δένδρων-τους ήχους των πνευστών της νύχτας που μου ’στελναν μεγαλόψυχα τον ανασασμό τους.
Έλεγες πως βρισκόμουν σ’ ένα δροσερό υπαίθριο θέατρο, όπου παιζόταν, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, μια ουράνια μουσική πανδαισία.
Θυμάμαι πως για πρώτη φορά τα μάτια μου, θολά απ’ τη συγκίνηση, πλανήθηκαν σ’ όλο το στερέωμα, χαϊδεύοντας κι ευχαριστώντας το πρόσωπο της νύχτας, που τα μαλλιά της ήταν στολισμένα πλούσια με μικρά διαμαντένια φωτάκια.
Πόσο διαφορετική την είδα σήμερα, απ’ ό τι σε μερικά άνοστα παραμύθια που μου ’λεγαν όταν ήμουν μικρός, που ίσως είπαν και σε σας. Τη χάρηκα και την αγάπησα. Βεβαιώθηκα πως είναι καλή, όμορφη, πάντα νέα, τόσο νέα όσο και η μέρα, και πως αυτοί που την περιγράφουν γριά, κακή και άσχημη δεν τη γνώρισαν σωστά και κάνουν λάθος.
Είμαι σίγουρος ότι θα μας βεβαίωνε κι η ίδια γι’ αυτό, αν μπορούσε να μιλήσει, ή θα μας το ’λεγε πιο καλά μ’ ένα τραγούδι, αν δυνόταν να τραγουδήσει. Θα τραγουδούσε πως,
μένει μόνη
όταν η καρδιά μας
την αφήσει μόνη,
πως δακρύζει που της επιτρέπουμε να στέκεται δίπλα μας, να μας κανακίζει, να μας ξεκουράζει και να μας ταξιδεύει στις χώρες των ονείρων.
Πόσο θα ’θελα, τώρα που φεύγει, να την έβλεπα να στριφογυρίζει χορεύοντας με χαρά πάνω στα δυο της γοβάκια, τυλίγοντας στους ώμους το σάλι της.
Μα δε νομίζω ότι μ’ εμποδίζει κανένας να το φανταστώ και μετά να ψιθυρίσω…
γεια χαρά…γεια χαρά.
Καλή σου μέρα φίλη μου...
____________
ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΦΕΡΝΕΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Μια πρωτότυπη ιδέα σε προάστιο της Ουάσινγκτον παρουσιάζει ποιήματα αρκετών Αφρικανοαμερικανών ποιητών.
O Aπρίλιος ήταν Εθνικός Μήνας Ποίησης στις ΗΠΑ, κατά τον οποίο κοινότητες σε όλη τη χώρα κάνουν ευπρόσιτη την ποίηση στους πολίτες τους. Στη Νέα Υόρκη, εστιατόρια έβαζαν ποιήματα μέσα στους καταλόγους. Τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς σε ολόκληρη τη χώρα «διαφημίζουν» ποιήματα τυπωμένα πάνω σε λεωφορεία ή τρένα. Σε ένα προάστιο της Ουάσινγκτον, το Τακόμα Παρκ, τα ποίηματα εμφανίστηκαν στους δρόμους σαν μεταλλικές πινακίδες με οδικά σήματα.
Η ιδέα προήλθε από έναν «περίπατο ποίησης» στα μονοπάτια του Χάρντουικ στο Βερμόντ, όπου ποιήματα είχαν τοποθετηθεί σε δέντρα (και όπου μέλη των Φίλων της Βιβλιοθήκης του Τακόμα Παρκ έκαναν πρόσφατα πεζοπορεία).
Οι πινακίδες στο Ταχόμα Παρκ, σχεδιασμένες από μαθητές της περιοχής, παρουσιάζουν αρκετά έργα σημαντικών Αφρικανοαμερικανών ποιητών.
Ένα καλό σημείο για να ξεκινήσει κανείς αυτόν τον «περίπατο ποίησης» στην πόλη είναι στη στάση λεωφορείων στις οδούς Μέηπλ και Γκραντ, όπου έχει τοποθετηθεί το ποίημα «Mother to Son» του Λάνγκστον Χιους. Γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1920, αυτή η έκκληση προς έναν απαγοητευμένο γιο είναι εμπνευσμένη από την σπιτονοικοκυρά του Χιους που τον ενθάρρυνε όταν αυτός προσπαθούσε να βρει δουλειά αφού είχε παρατήσει το Πανεπιστήμιο Κολούμπια, σύμφωνα με τον Ε. Έθελμπερτ Μίλλερ, ποιητή και διευθυντή του Κέντρου Αφρικανοαμερικανικών Πηγών στο Πανεπιστήμιο Χάουαρντ στην Ουάσινγκτον.
Σε μια άλλη στάση λεωφορείου βρίσκεται το ποίημα «Those Winter Sundays» του Ρόμπερτ Χάιντεν. «Ταυτίζομαι μ'αυτό το ποίημα. Μου θυμίζει τόσο πολύ τον δικό μου πατέρα», λέει ο Μίλλερ. «Μια σιωπηλή φιγούρα, αλλά ταυτόχρονα ένα άνθρωπος που προσφέρει, δουλεύει, ακόμα και πριν το χάραμα». Ο Μίλλερ λέει πως οι σημερινοί μετανάστες μπορούν κι αυτοί να ταυτιστούν με το θέμα αυτό.
Η Λουσίλ Κλίφτον, η οποία έχει λάβει το βραβείο ποίησης του Μέριλαντ, έχει δυο πινακίδες με ποιήματά της - το «Good Times» και το «Miss Rosie». Αυτό που θαυμάζει περισσότερο ο Μίλλερ στο ποίημα «Miss Rosie» είναι η περιγραφή μιας άστεγης γυναίκας. «[Η Κλίφτον] είναι ένας πνευματικός άνθρωπος,» λέει ο Μίλλερ. «Καταφέρνει να δει τον εαυτό της στους άλλους και μιλάει γι'αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν».
Το ποίημα «Black Boys Play the Classics» του Τόι Ντερικόττε βρίσκεται στο Ολντ Τάουν, έξω από την ανατολίτικη αγορά. Αυτό το ρυθμικό ποίημα μιλάει για ενήλικες που παρακολουθούν μαύρα παιδιά να παίζουν Μπραμς. Μιλάει για τα στερεότυπα και «για το πώς αναγνωρίζεις τον εαυτό σου και πώς αναγνωρίζεσαι», λέει ο Μίλλερ.
Στην είσοδο του Κοινοτικού Κέντρου, τους επισκέπτες υποδέχεται το ποίημα «Fox Trot Fridays» της βραβευμένης με Πούλιτζερ Ρίτας Ντόουβ. Το «Fox Trot Fridays» γιορτάζει το τέλος της εργασιακής εβδομάδας, όταν έρχεται η στιγμή να βάλουμε τα καλά μας και να πάμε για χορό. Η μουσική και ο χορός είναι κυρίαρχα θέματα στην ποίηση της Ντόουβ. Ο Μίλλερ λέει πως βλέπει την ίδια την ποιήτρια - «της αρέσει ο χορός και να φοράει κοντές φούστες» - μέσα στο ποίημα.
Η Νίκι Τζιοβάννι, ποιήτρια και καθηγήτρια στο Virginia Polytechnic Institute, λέει πως η μουσική κι ο χορός είναι αλληλένδετα για τους μαύρους ποιητές, μια σχέση που έχει τις ρίζες της στο ρυθμό των spirituals. «Τα κηρύγματα αιχμαλώτιζαν την ψυχή και τον ρυθμό των spirituals. Αυτός ο ρυθμός δίνει τη σκυτάλη στα μπλούζ, και μετά στη τζαζ, το R'n'B, και ακόμα και το χιπ χοπ» λέει. «Το πρόσωπο της [Αμερικάνικης] ποίησης πρέπει να είναι ένα μαύρο πρόσωπο».
Το ποίημα «Housekeeping», ένα ποίημα της βραβευμένης με Πούλιτζερ το 2007 Νατάσας Τρέθεουεϊ, έχει τοποθετηθεί στον Ιστορικό Σύλλογο. Το ποίημα πάει πίσω σε μια παιδική ηλικία στο Γκάλφπορτ του Μισσισσιππί. «Θυμάμαι να βλέπω την μητέρα μου να σιδερώνει. Κατά κάποιο τρόπο απολάμβανε μια βαρετή εργασία όπως αυτή», λέει η Τρέθεουεϊ. Η ίδια η ποιήτρια καθάριζε αρακά. «Αυτές οι οικογενειακές ασχολίες» λέει, «ήταν βαρετές, αλλά ήταν και μια στιγμή για να κάτσεις και να μιλήσεις. Είναι γνώριμο σε πολλούς ανθρώπους, όπως επίσης και το να λαχταράς κάτι».
Ειδικοί πρότειναν κι άλλους μαύρους ποιητές που θα πρέπει να συμπεριληφθούν στον επόμενο Περίπατο Ποίησης - τους Ντάντλεϊ Ράνταλ, Γκουέντολιν Μπρούκς, Μέρυλιν Νέλσον, Πατρίσια Σμιθ. Αλλά τρέχοντας στη βροχή για να φτάσει στην τελευταία στάση, την πινακίδα με το ποίημα του Χιούς, ο Γκίλμορ διάβασε ξανά το γνώριμο ποίημα και είπε: «Αυτό μοιάζει με κάτι που θα μου έλεγε η μητέρα μου». Κι αυτό ακριβώς είναι το νόημα.
Elizabeth Kelleher, 2007
___________________
Παρακαλούμε σημειώστε ότι το "Ίδρυμα Ποίησης" επιλέγει την ύλη του αυτεπάγγελτα. Τυχόν αποστολή βιβλίων ή ηλεκτρονικών αρχείων δεν συνεπάγεται και δημοσίευση του αποστελλόμενου υλικού, το οποίο αναμφισβήτητα αποτελεί σεβαστή δημιουργία και πνευματική παρακαταθήκη.
Ταξιδέψτε με τη φαντασία σας. Σίγουρα θα το βρείτε!
ΠΟΤΕ ΚΥΛΗΣΕ ΜΕΣΑ ΜΟΥ
ΤΟΣΟΣ ΑΚΡΑΤΟΣ ΟΙΝΟΣ !Γιώργος Τσακιράκης Κρης
Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ "ΙΔΡΥΜΑ ΠΟΙΗΣΗΣ" (www.idrymapoiisis-gr.eu ή http://idrymapoiisis.blogspot.com)
ΚΑΘΩΣ KAI H ΣΕΛΙΔΑ στο Facebook με τίτλο: "Ίδρυμα Ποίησης") ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΑΠ' ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΩΡΓΟ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗ ΚΡΗΤΑ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, ΤΟ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.
ΤΟ ΙΔΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ "ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ" (http://universal-peacesociety.blogspot.com).
© All Rights Reserved. Ίδρυμα Ποίησης / Poetry Foundation | Theme by : Best Hosting | Converted into Blogger Templates by Theme Craft