ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ, ΣΟΝΕΤΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ / ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ, ΣΤΗΝ κ. ΕΥΑΝΘΙΑ...,Η ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ / ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ, ΠΗΓΑΙΝΟΕΡΧΟΤΑΝΕ,ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 8:19 π.μ.

0



Χάρης Βλαβιανός


Σονέτα της συμφοράς *


2


Θα έπρεπε ίσως μαζί με τις απώλειες να συνυπολογίσεις


και τα οφέλη της υπόθεσης: αν δεν είχες ναυαγήσει,


δεν θα ήσουν σε θέση να γνωρίζεις ποια αντικείμενα θα ξέβραζε η θάλασσα.


Τώρα όμως ξέρεις: η πολυθρόνα (της είχες αλλάξει πρόσφατα και ύφασμα)


δεν ήταν εντέλει τόσο πολύτιμη όσο πίστευες – πήγε κατευθείαν στον πάτο -,


ενώ το ξεχασμένο παιδικό αλογάκι σου έμεινε στην επιφάνεια.


Θα μου πεις, τι να το κάνεις το αλογάκι όταν ο κόσμος γύρω σου


ετοιμάζεται να τρυπώσει πάλι στα χαρακώματα.


Η μάχη όμως θα δοθεί σε άλλο επίπεδο. Άσε τους ανόητους


να νομίζουν ότι το παιχνίδι λέγεται ακόμη «κούκος μονός».


Εσύ φρόντισε να κρατάς το βλέμμα σου προσηλωμένο στην ακτή


και να κολυμπάς με ρυθμικές κινήσεις. Αργά, σταθερά.


Έχει μεγάλη σημασία ο ρυθμός. Μην υποτιμάς το σώμα.


Και προπαντός μην κοιτάς τον βυθό. Όχι τώρα. Όχι όταν όλοι φωνάζουν «μη».



#


20


Σου λείπει η κόρη σου. Τη σκέφτεσαι διαρκώς.


Θέλεις να της μιλήσεις. Ν’ aκούσεις τη φωνή της.


Την καλείς στο κινητό της. Καμία απόκριση. Επιμένεις.


Δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά. Αφήνεις να περάσουν δέκα λεπτά.


Δοκιμάζεις πάλι. Ίσως κάνει μπάνιο και το έχει αφήσει στο δωμάτιό της.


Ίσως είναι στο μετρό και δεν πιάνει. Ίσως ακούει μουσική στη διαπασών.


Κοιτάς τη φωτογραφία της στο ράφι της βιβλιοθήκης. Είναι μόλις έξι χρονών.


Κάθεται στα γόνατά σου με το Μόγλη στα χέρια. Τότε υπήρχες στη ζωή της.


Επιτέλους απαντάει: « Έλα, μπαμπά, τι θέλεις; Είμαι στα Εξάρχεια».


Πας να πεις κάτι. Σε κόβει: «Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή, τα λέμε αργότερα».


και χωρίς να περιμένει την επόμενη φράση, μ’ ένα ξερό «γεια» σου το κλείνει.


Θα ’θελες να ήσουν εκεί τώρα, να δεις το αγόρι που της κρατάει το χέρι,


να του πεις: «Πρόσεχε καλά! Όταν η κόρη μου δείχνει το φεγγάρι,


εσύ να κοιτάς το δάχτυλο, όχι αυτό το κοινότυπο τίποτε. Ακούς τι σου λέω;»



** απ’ την τελευταία ομώνυμη συλλογή


_____



Γιώργος Τσακιράκης


Στην κ. Ευανθία, όπως την θυμάμαι από παιδί *




Ήθελα να της φορέσω την Άνοιξη,


για να περπατήσει μες τα λουλούδια,


πριν μπει στο χαμόσπιτο


κείνος ο Άγγελος.



Ήθελα να της χαρίσω τα Σάββατα,


με ξημερώματα σε ηλιόλουστες Κυριακές,


σε τσαμπιά από ήρεμα σταφύλια…

…τότε που η βροχή ερχόταν


κι όλο ερχόταν ολομόναχη,


σαν ένα είδος αμέτρητης


απελπισμένης επίσκεψης.



*(δείτε τη σημείωση στο τέλος της ενότητας)


#


Η υπόσταση του χάους



Αναρωτιέμαι αν το χάος είναι διάτρητο,


συμπαγές ή κενό.


Με πόσα κάτοπτρα


θα μπορούσε να ελεγχθεί αυτό


και υπό ποία γωνία.



Μήπως όλα συνεχίζονται


αναλλοίωτα μέσα στο επίπεδο


ή αχανές κενό,


στις αόρατες οπές


ή την αρραγή πυκνότητα


του ίδιου του καθρέφτη;



Αδύνατο να καταφύγω


σε ψυχαναλυτές


για τη δέουσα μέθοδο,


αφού κι αυτοί δεν
θα είχαν σταθερό σημείο,


όπως άλλωστε και οι κενές,


διάτρητες ή συμπαγείς σκέψεις μου.


_____



Ζέφη Δαράκη


Πηγαινοερχότανε, απόσπασμα



Ήταν αργά όταν έφτασε με το κεραμιδί σκονισμένο της σάλι


και τα μαλλιά της σκοτεινά να κόβουνε το μέτωπο στη μέση


Το φόρεμά της σήκωνε τον αγέρα και τη σκόνη του δρόμου


από την καμινάδα έβγαινε καπνός μα κανείς δεν ήξερε


γιατί δεν άνοιγε εκείνη η σφηνωμένη σιωπή


ώσπου σουρούπωσε και σα να γέμισαν τα ρούχα της ανεξίτηλους λεκέδες φόβου


Βρέθηκε μέσ’ στο σπίτι δίχως κανείς να της ανοίξει


πού και πού μόνο φυσούσαν οι κουρτίνες αγριεμένες προς τα πάνω


απ’ τον αγέρα που στεκόταν κάτω στην ξαφνικά ολάνοιχτη πόρτα


και το νερό να στάζει από τη βρύση


σάμπως εκείνο να ’χε κάτι πίσω του αφήσει προτού φύγει


Τότε πλησίασε κι άνοιξε τις παλάμες του


αφήνοντας το νερό να τρέχει επάνω τους σαν ολόδροσα λόγια.


____


* Η κ. Ευανθία ήταν η νοικάρισσά μας σ’ ένα υποτυπώδες «δωμάτιο» τρία επί τρία- το ίδιο για κάθε ανάγκη της- που πριν ήταν περιστεριώνας. Τις βροχερές νύχτες του Χειμώνα, όταν η δική μας στέγη από πισσόχαρτο έσταζε ή έτρεχε αλύπητα κι εμείς- τρία παιδιά μόνα (ο πατέρας ταξίδευε τότε πριν μείνει μόνιμα άνεργος)- ψάχναμε για λεκάνες- τσίγκινες εκείνη την εποχή, κατσαρόλες, κανάτες, ακόμα και ποτήρια για να φυλακίσουμε το νερό (που κάνοντας «πλατς» από ψηλά ξανάπεφτε στο πάτωμα), τραβούσαμε το κρεβάτι μετακινώντας το ασταμάτητα όπου σταματούσε να στάζει, διπλώναμε το στρώμα στα δυο για να μη βραχεί, με την ελπίδα (του κάκου) να βρούμε στεγνή γωνιά για να κοιμηθούμε, μας λυπότανε και μας φώναζε στο δωμάτιό της. Μας έφτιαχνε σιμιγδαλένιο χαλβά μέσα στη νύχτα, μας έλεγε αινίγματα και μας τραγουδούσε «πώς το τρίβουν το πιπέρι», δείχνοντας ακριβώς τον τρόπο, στηρίζοντας τα δυο της χέρια στο πάτωμα και κάνοντας τις κινήσεις εντελώς φυσικά και παραστατικά... Γιατί τα πόδια της κ. Ευανθίας ήταν- και τα δυο- κομμένα απ' το γόνατο. Κάποτε έφυγε και δεν ξανάκουσα τίποτε γι' αυτήν. Μόνο κάποια φήμη- μετά από καιρό- πως δεν ζούσε πια. Κι ήμουν ακόμα παιδί.