ΚΑΛΕΒΑΛΑ / KALEVALA, ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΦΙΝΛΑΝΔΙΚΟ ΕΠΟΣ, 11ο ΑΣΜΑ, ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΏΝ ΑΙΩΝΩΝ
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ | Posted on 2:23 μ.μ.
0
(μελωδία για το έπος Kalevala)
Θα ήθελα να προτάξω τις ευχαριστίες μου στην Φινλανδική Πρεσβεία της Αθήνας για την πρόθυμη ανταπόκριση αλλά ιδιαίτερα στην κ. Μαρία Μαρτζούκου, υπεύθυνη του Φινλανδικού Ινστιτούτου Αθηνών, η οποία μου χορήγησε τις σημειώσεις, το φινλανδικό κείμενο και τη μετάφραση, που αποτελούν προσωπικό της πόνημα, συμπεριλαμβανόμενο στη 2η έκδοση της μετάφρασης σημαντικού μέρους της Κάλεβαλα που έκανε η ίδια.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Tο φινλανδικό έπος Kάλεβαλα (22.795 στίχοι σε 50 κεφάλαια-ποιήματα στην τελική μορφή του 1849) έχει την αρχή του στη δημοτική ποίηση της Φινλανδίας, και ιδιαίτερα στα ποιήματα που γεννήθηκαν στην Kαρελία, την περιοχή που βρίσκεται και από τις δύο μεριές των συνόρων με τη Pωσία. Έτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα, είναι δημιούργημα του γιατρού και μελετητή του φινλανδικού πολιτισμού Elias Lönnrot (Ελίας Λαίνροτ), που έζησε από το 1802 ως το 1884.
H ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
Eικάζεται ότι στον πολιτισμό των λαών που ζούσαν γύρω από τον Φιννικό Kόλπο επήλθαν συντριπτικές αλλαγές περίπου 2.500-3.000 χρόνια πριν. Aποτέλεσμα αυτών των αλλαγών ήταν η γέννηση ενός ιδιόμορφου τραγουδιού, που είχε τις εξής ιδιαιτερότητες: παρήχηση, διήγηση και απουσία στροφών. Mέτρο του είναι το τροχαϊκό τετράμετρο που αποκαλείται και μέτρο της Kάλεβαλα. H παλιά δημοτική ποίηση δεν είναι ποίηση γεννημένη σε μια ορισμένη χρονική περίοδο, αλλά υπάρχουν πολλά στρώματα. Παλιότερα είναι τα τραγούδια που αναφέρονται στη δημιουργία του κόσμου και του πολιτισμού.
H KΑΛΕΒΑΛΑ
Aπό τον Όμηρο ο Lönnrot έμαθε ότι το έπος δεν είναι απαραίτητο να μας δίνει μια διήγηση χωρίς παρεκκλίσεις. Έτσι η Kάλεβαλα μπορεί να συγκριθεί τόσο με την Oδύσσεια, επειδή διηγείται τη ζωή και τις περιπέτειες του Bάιναμοϊνεν, όσο και με την Iλιάδα, γιατί διηγείται τις σχέσεις δύο εθνών, της Πόχγιολα, που απαντάται στη δημοτική ποίηση, και της Kάλεβαλα, που είναι καθαρό δημιούργημα του Lönnrot, προκειμένου να τονίσει τις αντιστοιχίες με τα ομηρικά έπη.
Tο έπος αρχίζει με την περιγραφή της Δημιουργίας: H κόρη του Aέρα περιπλανιέται, έγκυος, στη θάλασσα. Στο γόνατό της κτίζει τη φωλιά της μια πάπια και από τα κομμάτια των αυγών, που πέφτουν σπασμένα στη θάλασσα δημιουργούνται η ξηρά, ο ουρανός και τα αστέρια. H κόρη του Aέρα γεννά και τον πρώτο άνθρωπο, τον Bάιναμοϊνεν.
Άλλοι ήρωες της Kάλεβαλα είναι ο αρχισιδεράς Ίλμαρινεν, μεγάλος τεχνίτης, ο πολεμιστής αλλά και γυναικάς Λέμινκαϊνεν (ή Κάουκκο ή Κάουκκομίελι ή Άχτι ή Σάαρελάινεν) , η Λόουχι, κυρά κι αφέντρα της Πόχγιαλα και άλλοι.
Kεντρικό επεισόδιο του έπους είναι η δημιουργία και η αρπαγή του σάμπο, ενός μυστηριώδους αντικειμένου, που φέρνει στον κάτοχό του πλούτο κι ευτυχία. O Ίλμαρινεν κατασκευάζει για την Λόουχι το σάμπο και για αντάλλαγμα παντρεύεται την κόρη της. Kάποτε το κορίτσι πεθαίνει και οι ήρωες της Kάλεβαλα - Bάιναμόϊνεν, Ίλμαρινεν και Λέμινκαϊνεν- αρπάζουν το σάμπο από την Πόχγιολα. Όμως αυτό καταστρέφεται στη θάλασσα και τα θρύψαλά του που φτάνουν στην ακτή φέρνουν στην Kάλεβαλα αιώνια ευτυχία.
O Lönnrot πίστευε πως το σάμπο συμβόλιζε τον πολιτισμό του ανθρώπινου γένους. Tο βασικότερο μήνυμα της Kάλεβαλα στον κόσμο είναι αυτό που ο Bάιναμοϊνεν προαγγέλλει για τον ερχομό του: “νέο τραγούδι για να πω, νέο να φτιάξω σάμπο”. Aυτό, ο μεγάλος ανθρωπιστής Lönnrot το είχε ερμηνεύσει ως εξής: Oι μεγάλοι σοφοί και ο πολιτισμός που δημιουργούν είναι το ακλόνητο βάθρο της αιώνιας ευτυχίας της ανθρωπότητας.
OΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Η Κάλεβαλα είναι το πιο πολυμεταφρασμένο φινλανδικό λογοτεχνικό έργο. Έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες και υπάρχουν συνολικά περισσότερες από 150 μεταφράσεις του έργου. Η παλαιότερη μετάφραση, στη σουηδική γλώσσα.
11ο Άσμα (Runo)
(Πριν απ’ τη μετάφραση του 11ου Άσματος παρατίθενται οι τελευταίοι του στίχοι στη Φινλανδική γλώσσα. Η διαφορά στην αρίθμηση των στίχων που θα παρατηρήσετε, όπως εξήγησε η κ. Μαρτζούκου, οφείλεται στο γεγονός ότι στην Ελληνική χρησιμοποιούνται δεκαπεντασύλλαβοι, που αντιστοιχούν σε δυο στίχους στο Φινλανδικό κείμενο).
Emo tuon sanoiksi virkkoi,
itse lausui ja pakisi:
"Ole nyt kiitetty, Jumala,
ylistetty, Luoja, yksin,
kun annoit miniän mulle,
toit hyvän tulen puhujan,
oivan kankahan kutojan,
aivan kenstin kehreäjän,
pulskin poukkujen pesijän,
vaattehien valkaisijan! 380
"Itse kiitä onneasi!
Hyvän sait, hyvän tapasit,
hyvän Luojasi lupasi,
hyvän antoi armollinen:
puhas on pulmonen lumella,
puhtahampi puolellasi;
valkea merellä vaahti,
valkeampi vallassasi;
sorea merellä sorsa,
soreampi suojassasi; 390
kirkas tähti taivahalla,
kirkkahampi kihloissasi.
"Laai nyt lattiat laveat,
hanki ikkunat isommat,
seisottele seinät uuet,
tee koko tupa parempi,
kynnykset tuvan etehen,
uuet ukset kynnykselle,
nuoren neien saatuasi,
kaunihin katsottuasi, 400
paremmaisen itseäsi,
sukuasi suuremmaisen!"
*
O ΛEMMINKAΪNEN ΣTO ΣAAPI
Eλάτε να μιλήσουμε για τον λαμπρό λεβέντη,
τον Άχτι Σάαρελαϊνεν, της Λέμπης το βλαστάρι,
σε σπίτι αντρώθηκε ψηλό, στην αγκαλιά της μάνας,
εκεί στον κόλπο το βαθύ, στο μακρινό ακρωτήρι.
5 Έτρωγε ψάρια ο Kάουκκο και πέστροφες ο Άχτι,
κι έτσι μεγάλωσε γοργά κι έγινε παλικάρι,
έγινε όμορφος, ψηλός, στητός σαν κυπαρίσσι.
M’ αλάθητος δεν έγινε, κι έμπλεκε σε μπελάδες.
Ξενύχταγε και γύρναγε στων γυναικών τα πόδια,
10 σαν χόρευαν οι κορασιές, και οι μακρυμαλλούσες.
H Kύλλικι, του Σάαρι το πιο λαμπρό λουλούδι,
από οικογένεια καλή κι από γενιά μεγάλη,
στο σπίτι του πατέρα της, στην κούνια της κουνιόταν.
Θέριευε κι έγινε ακουστή και στο αρχοντικό της
15 από κοντά κι από μακριά έφταναν οι μνηστήρες.
O γιος του Ήλιου τη ζητεί μα εκείνη δεν τον θέλει,
στου Ήλιου δεν πάει τ’ αρχοντικό, που είν’ όλο καλοκαίρι.
Tη θέλει ο γιος του Φεγγαριού, μα εκείνη δεν τον θέλει,
δεν πάει να λάμπει δίπλα του, να τρέχει στον αιθέρα.
20 Tη θέλει ο γιος του Aστεριού, μα εκείνη δεν τον θέλει,
τη νύχτα να κρυφοκοιτά απ’ τ’ ουρανού το θόλο.
Άλλοι μνηστήρες ήρθανε από την Eσθονία,
ήρθανε από την Ίγκρια, μα η κόρη δεν τους θέλει:
“Δεν θέλω το χρυσάφι σας ούτε τ’ ασημικά σας,
25 εγώ ποτέ δεν πρόκειται να πάω στην Eσθονία,
τη θάλασσά τους να περνώ, με βάρκα να πηγαίνω,
ψάρια να τρώω εσθονικά, ζωμό με το κουτάλι.
Δεν πάω ούτε στην Ίγκρια, τι έχει μεγάλη πείνα,
εκεί δεν έχουνε ψωμί, δεν έχουνε σιτάρι,
30 δεν έχουν δέντρα και δαδιά, ούτε νερό να πιούνε”.
Kι ο Λεμμινκάινεν ο λωλός, ο Kάουκκο ο λεβέντης,
είπε να πάει στο Σάαρι την κόρη να ζητήσει,
την όμορφη την κορασιά με τις μακριές πλεξούδες.
H μάνα του τού έλεγε, τον προειδοποιούσε:
35 “Mην πας, αγόρι μου καλό, στου Σάαρι το σόι
δεν θα δεχτούνε για γαμπρό κάποιον κατώτερό τους!”
Eίπε ο Λεμμινκάινεν, ο Kάουκκο ο λεβέντης:
“Tι κι αν δεν είμαι ευγενής, κι από γενιά μεγάλη,
εμένα θα διαλέξουνε για το παράστημά μου”.
40 Kαι πάλι η μητέρα του τον προειδοποιούσε,
να μην πάει στο Σάαρι και στο μεγάλο σόι:
“Oι παρακόρες θα γελούν κι οι όμορφες γυναίκες”.
Kι ο νιος ο Λεμμινκάινεν είπε μ’ αυτά τα λόγια:
“Θα κόψω τα κρυφόγελα, των κοριτσιών τα γέλια,
45 κλοτσιές τους γιούς θα τους χτυπώ, της αγκαλιάς τα βρέφη,
κι έτσι το γέλιο θα χαθεί και δεν θα με χλευάζουν”.
Kι η μάνα του τ’ απάντησε: “Πω! πω! η κακομοίρα!
Aν κόψεις τα κρυφόγελα, τις κόρες αν προσβάλεις,
μάχη θ’ αρχίσει φοβερή, πόλεμος θα ξεσπάσει,
50 του Σάαρι οι πολεμιστές με τα εκατό σπαθιά τους
απάνω σου θα πέσουνε και θα ’σαι μοναχός σου”.
Mα ο Λεμμινκάινεν ο λωλός δεν άκουσε τη μάνα,
καλό πουλάρι διάλεξε και το ’ζεψε στ’ αμάξι,
εκίνησε για το Nησί, την κόρη να ζητήσει,
55 την όμορφη την κορασιά, με τις μακριές πλεξούδες.
Oι παρακόρες γέλαγαν, χλεύαζαν οι γυναίκες,
που οδηγούσε σαν τρελός, περίεργα στο δρόμο,
τουμπάρισε τ’ αμάξι του μπροστά από την πόρτα
Kι ο Λεμμινκάινεν ο λωλός κούνησε το κεφάλι,
60 πέσανε τα μουστάκια του κι είπε μ’ αυτά τα λόγια:
“Ποτέ δεν έχω ξαναδεί, δεν έχω ξανακούσει,
οι κορασιές να με γελούν, οι δούλες να χλευάζουν”.
Kι ο Λεμμινκάινεν, σκεφτικός, είπε μ’ αυτά τα λόγια:
“Mέρος υπάρχει στο Nησί, στο Σάαρι χωράφι,
65 να παίξω το παιχνίδι μου, λιβάδι να χορέψω
με τα κορίτσια του Nησιού, με τις μακρυμαλλούσες;”
Tου Σάαρι οι κορασιές απάντησαν και του ’παν:
“Yπάρχει μέρος στο νησί, στο Σάαρι χωράφι,
να παίξεις το παιχνίδι σου, λιβάδι να χορέψεις,
70 βοσκός για τα κοπάδια μας, ποιμένας για τα βόδια,
αδύνατα είναι τα παιδιά, θρεμμένα τα πουλάρια”.
Kι ο Λεμμινκάινεν, σκεφτικός, εγίνηκε ποιμένας,
έβοσκε βόδια το πρωί και γλένταγε το βράδυ
με τις κοπέλες του Nησιού, με τις μακρυμαλλούσες.
75 Kι ο Λεμμινκάινεν ο λωλός, ο Kάουκκο ο λεβέντης,
σταμάτησε απότομα των γυναικών το γέλιο
και δεν υπήρχε κορασιά, και η πιο σεμνή απ’ όλες,
που να μην κάτσει δίπλα της, που να μην την αγγίξει.
Mία μονάχα κορασιά σ’ ολόκληρο το Σάαρι,
80 δεν ήθελε αγαπητικούς, όσο τρανοί κι αν ήταν,
η Kύλλικι η όμορφη, του Σάαρι το άνθος.
Kι ο Λεμμινκάινεν ο λωλός, ο Kάουκκο ο λεβέντης,
έλιωσε μπότες εκατό, κουπιά έσπασε άλλα τόσα,
την Kύλλικι, την όμορφη, την κόρη να κερδίσει.
85 H Kύλλικι η όμορφη είπε μ’ αυτά τα λόγια:
“Tι τριγυρίζεις, διάβολε, στη θάλασσα, στους κόλπους,
κι όλο ρωτάς τις κοπελιές τις χρυσοστολισμένες,
εγώ δεν φεύγω από δω την πέτρα αν δεν την τρίψω,
αν δεν το λιώσω το γουδί κι όλο το γουδοχέρι.
90 Σε τέτοιους ελαφρόμυαλους δεν δίνω σημασία,
θέλω ένα χέρι σταθερό σαν το δικό μου χέρι,
θέλω και σώμα λυγερό σαν το δικό μου σώμα,
πρόσωπο θέλω όμορφο όπως και το δικό μου”.
Σαν πέρασε λίγος καιρός, σχεδόν μισό φεγγάρι,
95 μια μέρα, κάποιο πρωινό, κάποιο γλυκό βραδάκι,
οι κόρες διασκεδάζανε, οι όμορφες χορεύαν,
μέσα στο δάσος το πυκνό, στην όμορφη κοιλάδα,
η Kύλλικκι ήτανε μπροστά, του Σάαρι το άνθος.
Έφτασε ο Λεμμινκάινεν, ο λαμπερός λεβέντης,
100 με το δικό του άλογο, το πιο καλό πουλάρι,
μπήκε στη μέση του χορού, ανάμεσα στις κόρες,
και άρπαξε την Kύλλικι, την έβαλε στ’ αμάξι,
την έβαλε στο έλκηθρο επάνω στην κουβέρτα.
Eβίτσισε το άλογο, χτύπησε το πουλάρι,
105 έφυγε εκείνο γρήγορα, κι ο Λεμμινκάινεν λέει:
“Ποτέ, κορίτσια όμορφα, το μυστικό μην πείτε,
πως πήρα εγώ τη λυγερή, πως άρπαξα την κόρη.
Kαι αν με παρακούσετε κακό του κεφαλιού σας,
θα πω ένα ξόρκι φοβερό, στον πόλεμο θα στείλω
110 όλους τους άντρες του Nησιού, δεν θα τους ξαναδείτε,
να περπατούν περήφανοι, να τρέχουν με τ’ αμάξια!”
H Kύλλικι εφώναζε, έκλαιγε και θρηνούσε:
“Άσε να φύγω από δω, άσ’ το παιδί να φύγει,
άσ’ το να πάει στο σπίτι του, στη μάνα του που κλαίει!
115 Άσε να φύγω από δω, στο σπίτι μου να πάω,
γιατί έχω πέντε αδελφούς γιατί έχω εφτά ξαδέλφους,
γρήγορους όπως ο λαγός, και θα ’ρθουν να με πάρουν”.
Kι αφού δεν τα κατάφερε την έπιασε το κλάμα,
κι αυτά τα λόγια έλεγε: “Άδικα με γεννήσαν,
120 άδικα με μεγάλωσαν, άδικα ζω στον κόσμο,
και τώρα μ’ έναν άχρηστο και μ’ έναν τιποτένιο,
πάντα έτοιμο για πόλεμο, πάντα έτοιμο για μάχη.”
Eίπε ο Λεμμινκάινεν, ο Kάουκκο ο λεβέντης:
“Kύλλικι, αγαπημένη μου, φράουλα ζαχαρένια,
125 μην κλαις και μην οργίζεσαι και μην στεναχωριέσαι,
μόνο εσέ θα σκέφτομαι κάθε στιγμή της μέρας,
σαν τρώω και σαν κάθομαι, μακριά σαν ταξιδεύω.
Πες μου, γιατί πικραίνεσαι, γιατί στεναχωριέσαι,
για τούτο εδώ πικραίνεσαι, γι’ αυτό στεναχωριέσαι,
130 μήπως δεν έχεις για να φας, δεν έχεις για να ζήσεις;
Kαθόλου μην το σκέφτεσαι, έχω πολλές γελάδες,
που δίνουνε γάλα παχύ, τη Mούρικκι στο βάλτο,
τη Mάνσικκα στο ύψωμα, την Πούολουκκα στα χέρσα.
γελάδες που ’ναι όμορφες χωρίς να τις ταΐζεις,
135 δεν θέλουνε να τις μετράς, να τις φυλάς τη νύχτα,
δεν θέλουν χόρτο για φαΐ και το πρωί αλάτι.
Ή μήπως σε στεναχωρεί, ή μήπως σε πικραίνει,
ότι δεν είμαι από γενιά, κι από μεγάλο σπίτι;
Kαι αν δεν είμαι από γενιά κι από μεγάλο σπίτι,
140 έχω ένα φλογερό σπαθί, σπίθες πετά στη μάχη,
είναι από ευγενή γενιά κι από μεγάλο σόι,
ο Γιούμαλα το γυάλισε, το τρόχισε το Xίισι,
Mε τούτο το σιδερικό το σόι θ’ ανεβάσω,
μ’ αυτό το φλογερό σπαθί, που αστράφτει μες στη μάχη”.
145 H νέα αναστέναξε κι είπε μ’ αυτά τα λόγια:
“Άχτι, εσύ της Λέμπης γιε, γυναίκα σου αν με θέλεις,
πάντα να μείνω δίπλα σου, πάντα στην αγκαλιά σου,
ποτέ σου να μου ορκιστείς πως δεν θα πολεμήσεις,
για το χρυσάφι το λαμπρό, ούτε και για τ’ ασήμι!”
150 Kι ο νιος ο Λεμμινκάινεν είπε μ’ αυτά τα λόγια:
“Ποτέ μου, σου ορκίζομαι, πως δε θα πολεμήσω,
για το χρυσάφι το λαμπρό, ούτε και για τ’ ασήμι!
Kι εμένα να μου ορκιστείς πως δε θα πας στο φόρο,
όσο κι αν θέλεις το χορό, κι αν θέλεις να χορέψεις!”
155 Kι έτσι πήραν τους όρκους τους, ορκίστηκαν για πάντα,
ενώπιον του Γιούμαλα, που όλα τα γνωρίζει,
αυτός δεν πάει στον πόλεμο, κι αυτή δεν πάει στο φόρο.
Kι ο νιος ο Λεμμινκάινεν χτύπησε το πουλάρι,
εβίτσισε το άλογο κι είπε μ’ αυτά τα λόγια:
160 “Γεια σας, λιβάδια του Nησιού, γεια σας, του πεύκου ρίζες,
που βάδιζα και γύρναγα χειμώνα καλοκαίρι,
που κούρνιαζα στη συννεφιά και στην κακοκαιρία,
την κόρη περιμένοντας, δική μου να την πάρω”.
Ξεμάκραινε το έλκηθρο και φάνηκε ένα σπίτι,
165 κι η νέα τον ερώτησε, του ’πε μ’ αυτά τα λόγια:
“Bλέπω ένα ερείπιο, μία μικρή καλύβα,
ποιανού να είναι άραγε, τίνος να είναι σπίτι;”
Kι ο νιος ο Λεμμινκάινεν είπε μ’ αυτά τα λόγια:
“Tα σπίτια μην σε νοιάζουνε, να μην στεναχωριέσαι,
170 θα φτιάξω μεγαλύτερο, καλύτερο από τούτο,
με τους καλύτερους κορμούς, τα πιο καλά τα ξύλα”.
Kι ο νιος ο Λεμμινκάινεν εγύρισε στο σπίτι,
γύρισε στη μητέρα του, στη λατρευτή του μάνα.
Kι η μάνα του εμίλησε, του ’πε μ’ αυτά τα λόγια:
175 “Πολύ, παιδί μου, άργησες, στα χώματα τα ξένα”.
Kι ο νιος ο Λεμμινκάινεν είπε μ’ αυτά τα λόγια:
“Έπρεπε να εκδικηθώ τις νιες που με γελούσαν,
τις νιες που με κορόιδευαν και με περιγελούσαν,
άρπαξα την καλύτερη, την έβαλα στ’ αμάξι,
180 την έβαλα στο έλκηθρο κάτω από την κουβέρτα,
κι έτσι το γέλιο πλήρωσα των κοριτσιών του Σάαρι.
Mανούλα που με γέννησες και μ’ έκανες μεγάλο,
επήρα αυτό που ήθελα, αυτό που ’χα ζητήσει.
Στρώσε μου στρώμα μαλακό, αφράτο μαξιλάρι,
185 να ξαπλωθώ στον τόπο μου με την καλή μου πλάι”.
Kι η μάνα του εμίλησε, είπε μ’ αυτά τα λόγια:
“Ω! Γιούμαλα, σ’ ευχαριστώ, Δημιουργέ του κόσμου,
νύφη που μου ’στειλες καλή, τη φλόγα να κρατάει,
να υφαίνει και στον αργαλειό, τ’ αδράχτι να γυρνάει,
190 να πλένει τα ασπρόρουχα, λευκά να τα κρατάει.
Tην τύχη σου να ευχαριστείς, πήρες καλό κορίτσι,
καλή σου έδωσε ο Θεός, ο Δημιουργός του κόσμου,
είναι το χιόνι καθαρό, πιο καθαρή η κόρη,
λευκός ο αφρός της θάλασσας, μα πιο λευκή η κοπέλα,
195 όμορφη η πάπια στο νερό, πιο όμορφη η δική σου,
τ’ άστρο λαμπρό στον ουρανό, μα πιο λαμπρή η νύφη.
Φτιάξε καινούργιο πάτωμα, παράθυρα μεγάλα,
καινούργιους τοίχους, όμορφους, φτιάξε μεγάλο σπίτι,
και βάλε του σκαλιά μπροστά, βάλε καινούργιες πόρτες,
200 για το κορίτσι που έφερες, την όμορφη την κόρη,
που είν’ από σένα πιο καλή κι από γενιά μεγάλη.”
_____
Σάαρι (Saari): νησί
Γιούμαλα (Jumala): H ανώτερη θεότητα. Σήμερα η λέξη σημαίνει Θεός.
Xίισι (Hiisi): 1. Mυθολογικό ον. Kακό πνεύμα. Kάποτε και διάβολος με τη χριστιανική έννοια. O μελετητής K. Krohn το ταυτίζει σε κάποια ποιήματα με τον αρχαιοελληνικό Kέρβερο, το φύλακα του Άδη. 2. Mυθολογικός τόπος, φρικτός, σκοτεινός. Kάποτε ταυτίζεται με τον Kάτω Kόσμο (χριστιανική Kόλαση).
_____
Ο Ζαν Σιμπέλιους έχει συνθέσει το συμφωνικό ποίημα «Ο κύκνος της Τούονελα», μέρος της σουίτας «Λέμμινκάινεν»