Τμήμα της επιστολής που είχε στείλει ο
Κώστας Βάρναλης στον Κωστή Παλαμά
το 1904, φοιτητής φιλολογίας τότε, με την παράκληση να διαβάσει τα πρώτα του
ποιήματα με τον τίτλο "Πυθμένες".
Στα "Ποιητικά", στην εκλογή που έκανε ο ίδιος για την έκδοση του 1956, δεν διάσωσε κανένα από τα ποιήματα αυτής της συλλογής.
«κ. συνάδελφε...τα ποιήματά σου θυμίζουνε
κι άλλων ποιητών μας τους τρόπους και θέλουνε χτένισμα». Του απάντησε ο Παλαμάς. Κι ο Βάρναλης γράφει: "Όσο και να ήμουνα
παιδί, δε γελάστηκα. Κατάλαβα πως ο Παλαμάς μου έλεγε μ’ ευγενικό φέρσιμο, πως
από τα ποιήματά μου έλειπε και η πρωτοτυπία και η τεχνική. Δηλαδή το παν»
*
"Μετά τον Αύγουστο του 1970
ο Βάρναλης φαίνεται πως αποφάσισε να ετοιμάσει μια συλλογή με ποιήματα που
άμεσα είτε έμμεσα του είχε εμπνεύσει η συμφορά
της 21ης Απριλίου 1967. Λογικά δεν είχε καμιά πιθανότητα να
τη δει τυπωμένη. Έκανε λοιπόν ένα πρώτο σχέδιο κατάταξης 16 ποιημάτων και το
παράδωσε μαζί με όλο το σχετικό υλικό
στην εκδότριά του Νανά Καλλιανέση. Αυτό, ας πούμε, ήταν τότε το
οριστικό
χειρόγραφο της συλλογής "Οργή λαού". Ωστόσο, στο μεταξύ έγραφε κι άλλα και
επεξεργαζόταν τα παλαιότερα. Οφείλω να δηλώσω, πως μόνο το πρώτο (και
κύριο)
μέρος της συλλογής αντιπροσωπεύει την αναμφισβήτητη εκδοτική βούληση του
Βάρναλη…"
Γ.Π.Σαββίδης
Ένα απ' τα «επιγράμματα» της συλλογής "Οργή Λαού"
Επίστευα μωρό τους πιο
μεγάλους,
τη μάνα, τον παπά και τους
δασκάλους,
πως έσωσε τον κόσμο ο
Χριστός
από πείνα, σκλαβιά και
Χάρο αυτός.
Καλά να το πιστεύουν τα
μωρά,
μα και γαϊδάροι με μια
πήχη ουρά;
*
Σε σχετικά κοντινό, χρονικά, δημοσίευμα στον τύπο επισημαίνεται πως:
«Ήταν ο πρώτος ποιητής που
κατήγγειλε την ανισότητα, την αδικία και την εξαθλίωση της εργατικής τάξης, με
μια γλώσσα ρέουσα, κοφτερή, γεμάτη λαϊκούς χυμούς. Έχοντας την πεποίθηση, όπως
ο δάσκαλός του, ο Παλαμάς, ότι ο ποιητής παίζει και το ρόλο προφήτη στην
κοινωνία, ο Βάρναλης εξήγγειλε την έλευση ενός αταξικού, δίκαιου κόσμου».
*
Για τους "Σκλάβους Πολιορκημένους" (έκδοση 1927) ο ίδιος γράφει: Πολλοί νομίσανε…πως με το
έργο μου "Σκλάβοι Πολιορκημένοι" ήθελα τάχα να δείξω ποια ήτανε η αληθινή ψυχολογία
των αγωνιστών του ’21: αντιηρωική, μοιρολάτρισσα, πεσιμιστική κι όχι τέτοια,
που την αιστάνθηκε και μας την παράστησε ο Σολωμός στους "Ελεύθερους
Πολιορκημένους".
Μα το έργο μου δεν έχει
καμιάν ουσιαστική σχέση με την επανάσταση του ’21 γενικά ή την έξοδο του
Μεσολογγίου ειδικά. Ο τίτλος του "Σκλάβοι Πολιορκημένοι"… δίνει αφορμή για
παρεξήγηση… Μα το θέμα δεν είναι το ίδιο…Θέμα (ιστορικό εννοώ) δεν έχουνε οι "Σκλάβοι Πολιορκημένοι". Έχουνε σκοπό το κήρυγμα της κοινωνικής επανάστασης.
Και καταλήγουνε στην ιστορική και την ηθική δικαίωση αυτής της επανάστασης μετά
το ξετίναγμα που κάνουνε όλων εκείνων των θεμελιακών, των "υψηλών" αξιών του
αστικού καθεστώτος, που είναι όλες αξίες νεκρές, άγονες, ψεύτικες...
...Το "Σολωμό χωρίς
μεταφυσική", τους "Σκλάβους Πολιορκημένους", τα πρώτα σκίτσα της "Απολογίας του
Σωκράτη" και τα πρώτα διορθώματα της β’ έκδοσης του "Φωτός που καίει" τα έγραψα
στη Γαλλία, στο χωριό Σεν-Μαρ-Λα Πιλ της Τουραίνης. Εκεί είχε σπίτι ο
ξυλογράφος Γιάννης Κεφαληνός και με φιλοξενούσε κάθε φορά, που…οι ιδέες μου με
τιμωρούσανε για τις…αταξίες μου με προσωρινή ή παντοτεινή απόλυση από τη θέση
μου και μ’ αναγκάζανε να ζητώ άσυλο κοντά στον εξαιρετικό αυτόν καλλιτέχνη και
φίλο και προπαντός άνθρωπο…Ποτέ μου δεν έζησα πλουσιότερη πνευματική και…υλική
ζωή από τα χρόνια, που πέρασα…πρόσφυγας στο σπίτι του Κεφαληνού. Είχαμε μια
πλούσια βιβλιοθήκη…χιλιάδες τριανταφυλλιές στον κήπο…χιλιάδες
τουλίπες…οπωροφόρα δέντρα και λαχανικά όλων των εξαιρετικών ειδών…περιστέρια
και κότες και κουνέλια από τις καλύτερες ράτσες…Τα βράδια τα περνούσαμε στο
ατελιέ διαβάζοντας και δουλεύοντας. Ησυχία και ερημιά παντού. Εγώ δούλευα
κυρίως τις πρωινές ώρες. Τα βράδια…έσβηνα ό,τι έγραφα το πρωί!...
*
Σκλάβοι Πολιορκημένοι
(aποσπάσματα από συνθέσεις
του πρώτου, από τα τέσσερα, μέρους:
ΤΟ ΘΕΪΚΟ ΗΤΟΙ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΑΘΟΣ)
Οι πόνοι της Παναγιάς
Σπιτάκι μου, -στανάχωρο,
και κάμαρά μου, - χαμηλή!
Πόνοι μου σφάζουν το
κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρόμο το δρομί
στον κάμπο να καθήσω.
Αντρούλη μου, σα δε με
βρεις με την καρδιά σου την καλή,
Ο πόνος, που με κυνηγά,
θενά με φέρει πίσω.
Ω χώμα, που τραγουδιστά σε
πίνει ο πέφκος ο βαθής,
όσο και μπάρσαμο πικρό στα
φύλλα σου να σουρωθείς,
μέσα σου χώνομαι κι εγώ,
τα σπλάχνα γλύκανέ μου.
Αχ, χάιδεψέ μου τα μαλλιά
της κεφαλής μου της ξανθής,
πάρε τη σκέψη μου πολύ
μακριά, πνοή του ανέμου!
Σαν καρδερίνα του Μαρτιού
με τα φτερά τ’ αστραφτερά,
που σε βαθιά
τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά,
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί
ζεστή φωλιά κρεμάει,
την κούνια σου, παιδάκι
μου, με ξύλα φκιάνω ευωδερά
και βάνω προσκεφάλι σου
τον ήλιο του Ανθομάη.
………………………………………………………………………
*
Η αγωνία του Ιούδα
Αμμόσκονη πολλά ψιλή,
δίχως αγέρα μηδ’ αχό,
πνίγει τον κόκκινο ουρανό,
που δίχως ήλιο ανάβει.
Λιγάκι ψήλος αερινό, μια
στάλ’ ανάσα, αγκομαχώ:
Άμποτε να με βούλιαζε
ξυλάρμενο καράβι,
ω βράδι καλοκαιρινόν, η
μπόρ’ αφτή, που αστράβει.
Βλέπω την πόλη από μακριά,
την Άγια Πόλη, π’ αγαπώ.
Απάνω της μια χαρακιά
γραμμένη με το μέλι.
Απ’ την κλεισμένη μου
καρδιά περνάς, σοκάκι χαρωπό,
γλιστράς, γυναίκα, πράσινο
μέσα στο κύμα χέλι, -
την ερημιά βαρέθηκα κ’ η
πόλη δε μας θέλει!
Ξυπόλυτοι, μ’ ένα ραβδί κ’
ένα ταγάρι σταβρωτά,
τη μέρα να κρυβόμαστε, τη
νύχτα να δρομάμε,
- ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά
και μας γαβγίζουν σερπετά.
πόσες ημέρες νηστικοί,
θυμάμαι δε θυμάμαι! –
αχ, δε βαστώ, καρδούλα
μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε.
……………………………………………………………………..
*
Ο «καλός» λαός
Απ’ το χωριό κατέβηκα
μ’ όλη τη φαμελιά μου.
Καρδιά μου, τι ξαλάφρωμα!
Τι πρήξιμο η κοιλιά μου!
Βάντε κλήρο, ρίχτε ζάρι,
το μαντύ του ποιος θα
πάρει.
Με γκάιδες και με πίπιζες
πήδα κορίτσι ντρέτο!
Σα μέστωσες κι ωρίμασες,
θανά κοπείς εφέτο.
Θα σε πάρει να σε πα
με καρότσα και παπά.
Μας σφίγγ’ η φλόγα,
κόκκινη,
το λάρυγγα, θελιά.
Κι όσο μπορούν ουρλιάζουνε
κι ανθρώποι και σκυλιά.
Και σηκώνουν το φουστάνι
νιες και γράδες όσο
φτάνει.
……………………………………..
Το χερομάχο σόγι σου
μες στην κοπριά σ’ εγέννα
κ’ εζήτας βασιλίκι σου
Γη κι Ουρανό ενωμένα!
Πίσκοπε του Δαμαλά,
τώρα το ’παθες καλά.
Χωρίς φουσάτα μπρούτζινα,
πεζούρα και καβάλλα,
χωρίς καράβια στο γιαλό
και ματωμένη πάλα,
λιμάρης και ξυπόλυτος,
να! βασιλιάς απόλυτος.