ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ, ΠΩΣ Ο ΑΚΡΙΤΗΣ/ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, Ο ΜΑΝΤΗΣ/ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΟΥ, ΑΝ ΤΥΧΕΙ ΚΑΙ ΠΕΘΑΝΩ, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:13 π.μ.

0

Γιώργος Μπλάνας

Πώς ο ακρίτης πολεμά πάλιν μετά της Μαξιμούς, νικήσας αυτήν

Θα σε νικούσα οπωσδήποτε, στο τέλος,
θα σε κατείχα κόκκινη
από το αίμα, την ντροπή ή την τριβή.
Θα σε κατείχα.
Αλλ' ήσουν μάγισσα εσύ,
πολεμιστής και γνώριζες
πώς ξεπετιέται στην καυτή ξερολιθιά ενός μακελειού,
η ακανθώδης υγρασία του θηλυκού.

Σήκωσα τότε το σπαθί
των ώμων σου τη γύμνια να σκορπίσω
και στην αχλή της σάρκας σου
που ίδρωνε ξαναμμένη,
το βλέμμα δεν μπορούσα να κρατήσω.
Πέρα μου γλίστρησε η ψυχή:
κατ' όπου δέντρο και πηγή
και γη ανθισμένη.
Δεχόμενος κατάστηθα
τον αιχμηρό του στήθους σου παλμό,
γκρεμίστηκα κι απόμεινα στη γη,
βλέποντας πάνω μου το φως,
με στόμα ορθάνοιχτο
ν' αποζητά το άσπρο σου βυζί.

Θα σε νικούσα οπωσδήποτε, στο τέλος,
θα σε κατείχα κόκκινη,
από το αίμα, την ντροπή ή την τριβή.
Αλλ' ήσουν μάγισσα εσύ,
δεν είχα εκλογή:
Ω, Μαξιμώ, μην τρέμεις
να σ' ελεήσω ώσπερ γυνήν 
και κάλλος στολισμένην !

_____

Παντελής Μπουκάλας

Ο μάντης (απόσπασμα)

[...]
Ύβρις, κι ανθρώπεψα έτσι, κι άλλο δρόμο να φτάσω ως τον
άνθρωπο μέσα μου, στις ζωές μου δε γνώρισα, πάρεξ
σφάλμα και ύβρι. Μου πήρε τότε το βλέμμα η θεά, ακου-
μπώντας μ' ανήδονη δύναμη το χέρι της στα μάτια μου
που τα είχε υγράνει το ανέφικτο. Τυφλός ξαφνικά, και 
δεσμώτης του νου μου. Να υπάρχω στην κυριολεξία του 
δέρματος, να με μοιραίνει των ήχων των οσμών η ύλη
βαριά ως το πένθος. Αποσπασμένος από έναν κόσμο που
με τρόπους πολλούς ιστορούσε την ομορφιά του, το κυρτό
με το κοίλο αρμόζοντας, το πορφυρό με το πράσινο, το
υψηλό γαλανό με το υγρό του αντίκρισμα, το θεριό με την 
έλαφο, τον καρπό με τα δόντια που τον δικαιώνουν, το
ωμό με το πνεύμα, το τερπνό με τη λύπη, τη σποδό με
τη μορφή, την πέτρα με δρόσο, την ηδονή με το δίδυμο
άδειο, τη μέθη με τη βέβαιη θλίψη της, το πυκνό με το
ξέφωτο, τη ροή με το ακίνητο, τη σάρκα με το τέλος της:
την άλλη σάρκα.

_____

Γιώργος Τσακιράκης

Ο θάνατός μου

Ο θάνατός μου, θα είναι ένας λεπτός θάνατος, 
απέραντος. Ένας θάνατος υπέροχος, 
απλωμένος στις στέγες των χαμηλών σπιτιών, 
με το αίμα του κρυμμένο κάτω απ' τα κεραμίδια,
μέσα στις ρόγες μεθυσμένων σταφυλιών,
ταξιδευτής του Παράλ και της Αβάνα,
βυθισμένος στο βόρειο σέλας και στις
λίμνες της στέπας. Άμεν!

*

Αν τύχει και πεθάνω

Αν τύχει και πεθάνω
καταχωρήστε τις χειρονομίες μου
σε μιαν Ανθολογία με πολλά
δωμάτια, για ν' αποφεύγω την ανία.