ΕΜΙΛ ΝΕΛΛΙΓΚΑΝ, ΚΑΝΑΔΑΣ, ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ | Posted on 11:07 π.μ.
0
EMILE NELLIGAN / ΕΜΙΛ ΝΕΛΛΙΓΚΑΝ, 1879-1941, Καναδάς
Ο Εμίλ Νελλιγκάν γεννήθηκε το 1859 στο Μοντρεάλ του Καναδά. Πολύ νωρίς, από τα δεκαέξι, τον ενδιαφέρει μόνο η ποίηση και εγκατέλειψε το Γυμνάσιο. Στα δεκαοχτώ του χρόνια έγινε το πιο νέο μέλος της Φιλολογικής σχολής του Μοντρεάλ. Ο πατέρας του, που δεν συμμεριζόταν τις ποιητικές του τάσεις, τον έστειλε με τη βία στην Αγγλία να εργαστεί, από όπου επέστρεψε σε λίγες ημέρες. Με την επιστροφή του τον έστειλε σε λογιστικό γραφείο, το οποίο επίσης εγκατάλειψε σχεδόν αμέσως. Κάτω από αυτή την πίεση έπαθε νευρικό κλονισμό και κατάθλιψη και στα είκοσί του, το 1899, μπήκε στο άσυλο και έμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του το 1941, σε ηλικία εξηνταδύο ετών. Πριν μπει, είχε δημοσιεύσει μερικά ποιήματα. Τα περισσότερα, περίπου εκατό, ξαναγράφτηκαν κατά την παραμονή του στο άσυλο, κάτω απ' την παρότρυνση γιατρών, νοσοκόμων και επισκεπτών και εκδόθηκαν το 1904 από φίλο του. Η ποίησή του είναι συμβολιστική με ρομαντικά στοιχεία και έχει επιδράσεις απ' τους Μπωντλέρ, Βερλαίν, Ρολλινά, Ροντεμπάχ, Πόε. Ο ίδιος δεν έμαθε ποτέ τη θερμή υποδοχή της ποίησής του Αλλά έγινε διάσημος μετά το θάνατό του. Ένα σημαντικό βραβείο φιλολογίας, στο όνομά του, δίνεται κάθε χρόνο σε ένα νέο ποιητή της βόρειας Αμερικής. Ο Εμίλ Νελλιγκάν έχει μελετηθεί από πολλούς επιστήμονες και έχει διδαχτεί σ' όλα τα παιδιά του Γυμνασίου του Κεμπέκ.
Ιερός υπνάκος
Καλοκαιρινό σκίτσο
Αληθινά, είναι κομψός στο καινούριο του ράσο,
αυτός ο αγαπημένος μικρός φουσκομάγουλος ηγούμενος
για τον οποίο το καλό τραπέζι ασκεί αθώες έλξεις...
Το ονειρεύεται καλυμμένος κάτω απ' τον σκιερό πλάτανο.
Σήμανε μεσημέρι. Καταμεσής τ' ουρανού καμαρώνει ο ήλιος,
και ο κύριος βικάριος, τι σκανδαλώδες πορτραίτο!
Αποκοιμήθηκε, ολοστρόγγυλος, στην πρασινάδα, αφηρημένος,
σκεπτόμενος τις μεγάλες αμαρτίες κάποιας ερωμένης.
Έρχονται απ' την κουζίνα...και, κάτω απ' την άσπρη κουρτίνα,
η Μπλανς σπρώχνει τον Μισέλ, την Λουίζ, τον εκκλησάρη,
κι όλοι τους να τα κοπανάνε ξεσπάζοντας σε γέλια.
Όμως, ο ηγούμενος, χωρίς καθόλου να μέμφεται τον εαυτό του,
τεντώνεται και μουρμουρίζει μ' ένα θεϊκό χαμόγελο
πως, παρ' όλα αυτά, ο Διόνυσος ήταν καλός χριστιανός.
*
Χειμερινή βραδιά
Αχ! πώς χιόνισε το χιόνι!
Το τζάμι μου είναι ένα περιβόλι πάχνης.
Αχ! πώς χιόνισε το χιόνι!
Τι είναι ο σπασμός του να ζεις
μπροστά στον πόνο που έχω, που έχω.
Όλες οι λιμνούλες κείτονται παγωμένες.
Η ψυχή μου είναι μαύρη! Πώς ζω; Πού πηγαίνω;
Όλες οι ελπίδες κείτονται παγωμένες.
Είμαι η καινούρια Νορβηγία
απ' όπου οι ξανθοί ουρανοί φύγανε.
Κλάψτε, πουλιά του Φλεβάρη,
στην απαίσια ανατριχίλα των πραγμάτων,
κλάψτε, πουλιά του Φλεβάρη,
κλάψτε τα δάκρυά μου, κλάψτε τα τριαντάφυλλά μου,
στα κλαριά της κουμαριάς.
Αχ! πώς χιόνισε το χιόνι!
Το τζάμι μου είναι ένα περιβόλι πάχνης.
Αχ! πώς χιόνισε το χιόνι!
Τι είναι ο σπασμός του να ζεις
μπροστά στην ανία που έχω, που έχω...