ΑΜΟΡΓΟΣ, ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ / ΜΙΑ ΓΟΡΓΟΝΑ ΚΙ ΕΝΑ ΠΙΣΤΟΛΙ, ΠΑΥΛΟΣ ΚΡΙΝΑΙΟΣ / ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΟ ΜΑΓΚΑΛΙ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ, κρης, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ | Posted on 10:36 μ.μ.
0
Νίκος Γκάτσος
Αμοργός (απόσπασμα)
Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό, ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πούνε στους αντρειωμένους το
καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνονται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάηδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Και μια καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ' αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλλους της Βαλτιμόρης
Κι απ' την χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ' αψηλά βουνά ποιοι να 'ναι αυτοί που κοιτάνε
Με την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιας πυρκαγιάς να 'ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;
Ουδ' ο Καλύβας πολεμάει κι ούδ' ο Λεβεντογιάννης
Ούτε κι αμάχη επιάσανε οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μια στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μια πεθαμένη ανεμώνη
Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ' ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους
τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μια τουφεκιά στα τρυγόνια
κι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ' όλους
Με μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Και κατεβαίνει απ' τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μια
καλησπέρα της Γκόλφως.
Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες
στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα
χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου...
*
Παύλος Κριναίος
Μια γοργόνα κι ένα πιστόλι
Μ' ακούς; Νυστάζεις; Θέλεις ν' ανάψω το παρήγορο φως;
Μα ποιος κέντησε στο χαμνό σου μπράτσο μια γοργόνα
μια λογχισμένη καρδιά, ένα πιστόλι;
Ποιος σούδωσε την κίτρινη πίπα να καπνίζεις χολή και Φθινόπωρο;
Σε απειλεί η σποδός, σε διεκδικεί η ομίχλη κι' η τέφρα.
Πονηρόν εκμαγείον του χαμένου αρχαίου Αγάλματος.
Μπορείς να ξαναγυρίσεις στην λησμονημένη πηγή
να ξαναπιείς νερό με τη φούχτα σου. Θυμίσου τα λόγια
της προσευχής, το "Πάτερ ημών" με την καραμέλλα
στ' ακηλίδωτο στόμα.
Ξαναγύρισε στην Αγία αφέλεια π' ακούει και βλέπει τα παγανά
π' ακούει και βλέπει τον Ροβινσώνα, τον Γκιουλιβέρ,
τον Σεβάχ τον θαλασσινό. Δεν λέω να ξαναγίνεις παιδί
μα να ξαναβρείς τουλάχιστον την μνήμη του παλιού εαυτού σου,
το χρώμα του αίματος, την φωνή χωρίς προσωπείο.
Είναι τόσο δύσκολο; Α, όχι δα, φθάνει να ξαναγυρίσεις
στην πίστη, στην Αγία ακλόνητη πίστη στον άνθρωπο
που ενθαρρύνει τον προφήτη Ισαΐα να στηρίζει
στο λειβάδι της Αγίας Γραφής ένα κοπάδι λιοντάρια.
στην ακυμάτιστη πίστη που γεφυρώνει την άβυσσο
με την ζεστή της ανάσα. αγγίζει τα βουνά που καπνίζουν;
υψώνει το ουράνιο τόξο με την διάπλαση των δακρύων τους;
Ζεύει τον άνεμο στο ξυλομαγγάνι του ¨θέλω¨,
παγιδεύει την αστραπή στο θηκάρι του ¨δύναμαι"
γεμίζει χιονάτα πανιά και χαμόγελα την οργή
που οιστρηλατεί η καπνισμένη αντάρα; Βαδίζει
χωρίς να μουσκεύει τα πόδια "επί των υδάτων".
Είναι μια παλιά ιστορία. σαν γνωμικό.
Ένα πρωινό πάει καιρός, ξαφνικά κελάιδησε
σαν κοτσύφι το σίδερο και τραγούδησε το φως ιλαρόν
η ριζιμιά στουρναρόπετρα! Θαύμα; Όχι, δεν ήτανε θαύμα
μονάχα που το φίδι κι' ο άνθρωπος λησμονήσανε
ν' αλλάξουν φιδόντυμα. Έτσι λέει η παλιά ιστορία.
Κι' αν δεν πιστεύετε, ψάξτε να βρείτε τα δυο φιδοντύματα.
*
Αν γράψω μόνο ένα ποίημα,
Αμοργός (απόσπασμα)
Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό, ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πούνε στους αντρειωμένους το
καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνονται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάηδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Και μια καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ' αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλλους της Βαλτιμόρης
Κι απ' την χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ' αψηλά βουνά ποιοι να 'ναι αυτοί που κοιτάνε
Με την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιας πυρκαγιάς να 'ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;
Ουδ' ο Καλύβας πολεμάει κι ούδ' ο Λεβεντογιάννης
Ούτε κι αμάχη επιάσανε οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μια στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μια πεθαμένη ανεμώνη
Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ' ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους
τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μια τουφεκιά στα τρυγόνια
κι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ' όλους
Με μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Και κατεβαίνει απ' τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μια
καλησπέρα της Γκόλφως.
Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες
στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα
χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου...
*
Παύλος Κριναίος
Μια γοργόνα κι ένα πιστόλι
Μ' ακούς; Νυστάζεις; Θέλεις ν' ανάψω το παρήγορο φως;
Μα ποιος κέντησε στο χαμνό σου μπράτσο μια γοργόνα
μια λογχισμένη καρδιά, ένα πιστόλι;
Ποιος σούδωσε την κίτρινη πίπα να καπνίζεις χολή και Φθινόπωρο;
Σε απειλεί η σποδός, σε διεκδικεί η ομίχλη κι' η τέφρα.
Πονηρόν εκμαγείον του χαμένου αρχαίου Αγάλματος.
Μπορείς να ξαναγυρίσεις στην λησμονημένη πηγή
να ξαναπιείς νερό με τη φούχτα σου. Θυμίσου τα λόγια
της προσευχής, το "Πάτερ ημών" με την καραμέλλα
στ' ακηλίδωτο στόμα.
Ξαναγύρισε στην Αγία αφέλεια π' ακούει και βλέπει τα παγανά
π' ακούει και βλέπει τον Ροβινσώνα, τον Γκιουλιβέρ,
τον Σεβάχ τον θαλασσινό. Δεν λέω να ξαναγίνεις παιδί
μα να ξαναβρείς τουλάχιστον την μνήμη του παλιού εαυτού σου,
το χρώμα του αίματος, την φωνή χωρίς προσωπείο.
Είναι τόσο δύσκολο; Α, όχι δα, φθάνει να ξαναγυρίσεις
στην πίστη, στην Αγία ακλόνητη πίστη στον άνθρωπο
που ενθαρρύνει τον προφήτη Ισαΐα να στηρίζει
στο λειβάδι της Αγίας Γραφής ένα κοπάδι λιοντάρια.
στην ακυμάτιστη πίστη που γεφυρώνει την άβυσσο
με την ζεστή της ανάσα. αγγίζει τα βουνά που καπνίζουν;
υψώνει το ουράνιο τόξο με την διάπλαση των δακρύων τους;
Ζεύει τον άνεμο στο ξυλομαγγάνι του ¨θέλω¨,
παγιδεύει την αστραπή στο θηκάρι του ¨δύναμαι"
γεμίζει χιονάτα πανιά και χαμόγελα την οργή
που οιστρηλατεί η καπνισμένη αντάρα; Βαδίζει
χωρίς να μουσκεύει τα πόδια "επί των υδάτων".
Είναι μια παλιά ιστορία. σαν γνωμικό.
Ένα πρωινό πάει καιρός, ξαφνικά κελάιδησε
σαν κοτσύφι το σίδερο και τραγούδησε το φως ιλαρόν
η ριζιμιά στουρναρόπετρα! Θαύμα; Όχι, δεν ήτανε θαύμα
μονάχα που το φίδι κι' ο άνθρωπος λησμονήσανε
ν' αλλάξουν φιδόντυμα. Έτσι λέει η παλιά ιστορία.
Κι' αν δεν πιστεύετε, ψάξτε να βρείτε τα δυο φιδοντύματα.
*
Γιώργος Τσακιράκης, κρης
Το κοριτσάκι με το μαγκάλι
Αν γράψω μόνο ένα ποίημα
το κρύο κάρβουνο θα παραμείνει
κρύο. Το ίδιο και οι ξεφτισμένοι
ανεμόμυλοι που ανάδευσαν
με τόση σπουδή τη ζωή σου.
Τα παραμύθια σου θα μείνουν
ακίνητα πάνω στο ιπτάμενο χαλί
και κανένα δεν θα έχει
αίσιο τέλος.
Αν γράψω μόνο ένα ποίημα
θα παραμείνεις ένα κλειστό
χειρόγραφο για δεκατρείς αιώνες
περιμένοντας μάταια ένα
χαμόγελο εφηβείας.
Θα έχεις ξεχάσει πως ήσουν
το άσμα των ασμάτων, κάτι
που πρέπει εξάπαντος να θυμάσαι
σαν ζωντανό έλατο.
Αν γράψω μόνο ένα ποίημα
τα καπνισμένα ανδρείκελα
θα σου ξαναπάρουν τη ζωή
ακόμα και μέσα απ' τον Παράδεισο...
...και δεν θα λάβεις ποτέ τα γράμματα
με τα ζεστά αστέρια που σου
στέλνω για να στολίσουν σαν
ντροπαλά κεράσια τα μάγουλά σου.
Αν γράψω μόνο ένα ποίημα,
θα επιστρέψει στην ψυχή μου,
μόνο αν σε θυμάμαι σαν το
ζεστό νάμα των αγοριών και
των κοριτσιών που έζησαν μαζί σου
μέσα στο σκοτάδι και στο κρύο.
(Χριστούγεννα, 2013)