ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ | Posted on 10:20 μ.μ.
0
Ο Κρητικός (αποσπάσματα)
Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου,
κι' εδάκρυσαν τα μάτια της, κι' εμοιάζαν της καλής μου.
Εχάθη, αλιά μου! αλλ' άκουσα του δάκρυου της ραντίδα
στο χέρι, που 'χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα. -
Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,
π' αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι.
χαρά δεν του 'ναι ο πόλεμος. τ' απλώνω του διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι.
κι' όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν
αργά, κι' ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν,
και μέσα στ' άγριο πέλαγο τ' αστροπελέκι σκάει,
κι' η θάλασσα να καταπιή τον κόρη αναζητάει,
ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι' ο νους μου κινδυνεύει,
και βάνω την παλάμη μου κι' αμέσως γαληνεύει.
τα κύματα έσκιζα μ' αυτό, τ' άγρια και μυρωδάτα,
με δύναμη που δεν είχα μήτε στα πρώτα νιάτα,
μήτε όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια,
μάχη στενή με τους πολλούς, ολίγα παλληκάρια,
μήτε όταν τον μπομπο-Ισούφ και τς άλλους δυο βαρούσα
σύρριζα στη Λαβύρινθο π' αλαίμαργα πατούσα.
Στο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου -
κι' αυτό μου τ' αύξαιν', - έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου.
.................................................................................
Αλλά το πλέξιμ' άργουνε, και μου τ' αποκοιμούσε,
ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.
Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,
και βγαίνει τ' άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,
και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει,
του δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάει.
δεν είν' αηδόνι κρητικό, που παίρνει τη λαλιά του
σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ' έχει τη φωλιά του,
κι' αντιβουίζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα
η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,
ώσπου που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ' αστέρια,
κι' ακούει κι' αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια.
δεν είν' φιαμπόλι το γλυκό οπού τ' αγρίκαα μόνος
στον Ψηλορείτη οπού συχνά μ' ετράβουνεν ο πόνος
κι' έβλεπα τ' άστρο τ' ουρανού μεσουρανίς να λάμπη
και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι' οι κάμποι.
κι' ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα
κι' εφώναζα: ω, θεϊκιά Πατρίδα!
κι' άπλωνα κλαίοντας κατ' αυτή τα χέρια με καμάρι.
καλή ν' η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.
.......................................................................
*
Ο Πόρφυρας (απόσπασμα)
"Κοντά 'ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
π' άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα,
κι' εκεί γρικά της θάλασσας και τ' ουρανού τα κάλλη,
κι' εκεί τραβά τον ήχο του μ' όλα τα μάγια πόχει.
Γλυκά ΄δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου,
και τ' άστρο κράζει πάρωρα, και πρέπει να προβάλη,
Πουλί, πουλάκι, που λαλείς μ' όλα τα μάγια πόχεις,
ευτυχισμός α δεν είναι το θαύμα της φωνής σου,
καλό στη γη δεν άνθισε, στον ουρανό κανένα.
Αλλ' αχ! να δώσω μία πλεξιά, και να 'μαι και φθασμένος,
ακόμ' αφρέ μου, να βαστάς, και να 'μαι γυρισμένος,
με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου".
......................................................................
*
Ελεύθεροι πολιορκημένοι (απόσπασμα απ' το Γ' σχεδίασμα)
Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
κι' αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρ' έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα, να σ' ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
που ξάφνου σου τριγύρισε τ' αθάνατα ποδάρια
(κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαγιώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
ατάραχη σαν ουρανός μ' όλα τα κάλλη πόχει,
που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη 'ναι κρυμμένα.
αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου,
κι' ευθύς εγώ τ' Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
......................................................................
_____
Μιλώντας για τις ιδέες του Σολωμού ο Κώστας Βάρναλης γράφει στα "Σολωμικά:
Αλλά το ότι οι ιδέες του Σολωμού δεν είναι δικές του, αυτό δεν είναι εναντίον του Σολωμού, αλλ' εναντίον των κριτικών του, οι οποίοι φανταστήκανε, πως θα τον ανεβάσουνε αν αποδώσουνε την...πατρότητα αυτών των ιδεών στην επίμονη, αργή κι αυτάρκη "συλλογή" του. Αυτή η ξένη τους καταγωγή από δυο κορυφαίους αντιπροσωπευτικούς τύπους μιας σημαντικής και φλογερής ιστορικής εποχής είναι υπέρ του Σολωμού. Πρέπει να σημειωθεί άλλη μια φορά, πως ο Σολωμός τις ιδέες αυτές τις είχε αφομοιώσει παιδί ακόμα στην Ιταλία, όταν ήτανε δύναμες ζωντανές κ' ενεργητικές, δηλαδή πράξη και όχι θεωρία. Στην Κέρκυρα εμβάθυνε θεωρητικά στις ιδέες της νεότητός του, τις καθάρισε και τις συνειδητοποίησε θεωρητικά, αφού γνωρίστηκε με τα αισθητικά κείμενα του Σίλλερ και του Έγελου.
Εξετάζοντας κ' ερμηνεύοντας με ιστορικό και αντικειμενικό τρόπο τις ιδέες του Σολωμού, πειθόμαστε α) πως ο Σολωμός ήτανε ένας πολύ συγχρονισμένος και πολύ διανοητικός ποιητής του καιρού του, που πιότερο ανήκει στην Ευρωπαϊκή Δύση παρά στην Ελληνική Ανατολή, β) μέσα στα κομμάτια των "Στοχασμών" και στα κομμάτια της ποίησής του βλέπουμε μεγάλες πρόθεσες, όχι όμως και τελειωμένο μεγάλο έργο: ("Κρητικός", "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι", "Πόρφυρας", "Carmen Seculare"). Μέσα σ' αυτά τα κομμάτια αν τα κοιτάμε, ως αντικειμενικοί κριτικοί, μπορούμε να εχτιμήσουμε την αξία της σκέψης του και την αψηλή συνείδηση μεγάλου δημιουργού. Μάλιστα από λόγους ψυχολογικής τάξης το έργο αυτό το κομματιασμένο έχει μεγαλύτερη γοητεία, παρ' όσην θα 'χε "τελειωμένο", γιατί το επίλοιπο το συμπληρώνει η φαντασία μας κ' η συναισθηματικότητά μας με κείνην την αδέσμευτη και δημιουργική λευτεριά, που είναι πάντα τέλεια, γιατί 'ναι εσωτερική, και γιατί ο Σολωμός έγραψε μονάχα όσο μέρος μπορούσε να γράψει, δηλαδή όσο μέρος του χτύπησε τόσο πολύ στο νου και στην ψυχή, ώστε να μπορέσει να του δώσει την αισθητή παράσταση, να το μορφοποιήσει εξωτερικά. Άρα τ' αποσπάσματα, που μας άφησε, ή οι απομονωμένοι στίχοι, είναι το καλύτερο μέρος του έργου του.
Ο Σίλλερ λέγει, πως το "ιδεώδες του ήρωα πρέπει να βρίσκεται σε ίσην απόσταση από την απόλυτη διαστροφή και από την απόλυτη τελειότητα". Ο Σολωμός δεν τήρησε αυτό τον όρο. Παρατράβηξε τόσο τους ήρωές του στην απόλυτη τελειότητα, που πια δεν είναι ανθρώπινοι. Έτσι το ενδιαφέρον μας το αισθηματικό φεύγει απ' αυτούς και μεταβιβάζεται σ' ένα όρο, που καθεαυτόν δεν έχει κανένα αισθητικό ενδιαφέρο: στη διαλεχτική επιδεξιότητα του ποιητή να μεταβάλλει έναν πόλεμο πραγματικό σε "πόλεμο ιδεών".
Ο Πολυλάς μας λέγει πως "δε μπορούσε η λεπτότατη αίσθηση του Σολωμού να υποφέρει το ολίγον τι νεφελώδες της μορφής της γερμανικής ποιήσεως. Γιατί τίποτε δε μπορούσε να ομοιωθεί καλύτερα μ' αυτή τη λεπτότατη αίσθησή του παρά το γλυκό ύφος της μεσημβρίας".
Το καλύτερο σε ποιότητα ελληνόγλωσσο έργο του Σολωμού, εκτός από τον "Λάμπρο", είναι το τελευταίο της Κερκυραϊκής περίοδός του. Δηλαδή ο "Κρητικός" (1833), οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" (1844), ο "Πόρφυρας" (1849). Σ' αυτωνών τα αποσπάσματα μας έδωσε τα άκρα δείγματα άκρας ιδεολογικής και τεχνικής συνείδησης.
-