ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΙΓΚΑΣ, Ο ΚΟΜΗΣ ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ / ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ ΚΡΗΣ, ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ, ΠΤΩΣΗ ΣΤΟ ΑΟΡΙΣΤΟ / ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ, 1, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:53 μ.μ.

0

Γιάννης Στίγκας

Ο κόμης Λωτρεαμόν

Κι ενώ όλα είναι έτοιμα
στουπί, βενζίνη και ο άνεμος 
με τη φορά της λύπης μου
να μπει ένα τέλος οπωσδήποτε

το όνειρο δεν κάνει πλέον ούτε για προσάναμμα

καλά μου τα 'λεγε η μάνα μου:
ότι αυτός ο δρόμος δε θα βγάλει πουθενά
και σκοτωμένα λόγια βλέπω μες τα μάτια σου
σε άγγιξε το τίποτα την ώρα που σε γένναγα
οπότε πάρε την ευχή μου
κι ετούτα τα σπίρτα

κι ενώ όλα ήταν έτοιμα
(διόλου δεν τρέμανε τα χέρια μου)
τότε εμφανίζεται ο Ισίδωρος
"Μη!" φωνάζει
κι αρπάζει τα σπίρτα

"πάρε τα γάντια μου να προκαλείς 
το σκότος και το φως

το μπαστούνι μου να μην γλιστράς
στις αϋπνίες σου
και λοστός είναι
και πάρε το ημίψηλο καπέλο μου
το είχα αντί για άγγελο
δεν ξέρεις πόσες κραυγές χωράει στον πάτο του.

και προτού κάνεις οτιδήποτε
κοίτα να γυαλίσεις τα παπούτσια σου, τσόγλανε"
"Δεν σε αναγνωρίζω Ισίδωρε" του λέω
"εγώ - "
"όχι" μου λέει
"μπήκαμε στο θαύμα γονατισμένοι
τουλάχιστο να βγούμε σαν κύριοι".

_____

Γιώργος Τσακιράκης Κρης

Αισθήματα της ομίχλης

Φίλο μου καλό θα 'θελα
να σε λέω, μα δαίδαλος ήσουν
των αισθημάτων της ομίχλης
(αλέκτορος λοφιοδίφου υπηρέτης).

Εγώ πορεύομαι χωρίς αγήματα
και λόγχες, χαμένος μέσα σε
κοτσυφιών φωλιές και λόχμες
και πέταλα από λάβα Σαντορίνης.

Δεν με δονούν οι τεθλασμένες
παραισθήσεις, η τεθλασμένη
παραπλάνηση. Να μεστωθώ ζητώ
και να μεστώσω κάτω από βροχές
κριθάρινες.

*

Πτώση στο αόριστο 

Κάθε πρωί επιβιβάζονται
στα λεωφορεία οι ξεχασμένες 
μαγνόλιες μόνο με καλσόν
κι εξατμισμένα εσώρουχα...

...και πέφτουν ξαφνικά ανάμεσα
στη διπλή γραμμή των λεωφόρων
όπου οι αμαρτωλές ψυχές
αναλώνονται μέσα στο αόριστο
χάριν κενής απώλειας.

_____

Τόλης Νικηφόρου

Γενέθλια πόλη, 1

αγιόκλημα και ψάθινες καρέκλες
για να τσιμπολογάνε τα παιδιά
απ’ τα χουνάκια με τα τυπωμένα φύλλα
κι από το καλοτάξιδο πανί της Αίγλης
σπόρια ονείρου

εκεί στο τέρμα της ανηφοριάς
ο ήλιος ν’ αμολάει απλόχερα τους ήχους
από τα κατρακύλια και τα ξύλινα πατίνια
στο καλντερίμι της Αγνώστου Στρατιώτου

αριστερά και δεξιά πιο κάτω
ν’ απλώνεται η πλατεία ουρανός
με τα αρχαία λουτρά του Παραδείσου
και τ’ άσπρα σύννεφά της ν’ ανεμίζουν
σημαία στο καμπαναριό του Άη Δημήτρη

μέσα απ’ τη γη να ξεπροβάλλει
η ανθισμένη Παναγία Χαλκέων
όλα στη θέση τους αμετακίνητα
όπως το χέρι του πατέρα
τους εφιάλτες στο σκοτάδι όταν έδιωχνε

η φλόγα απ’ το δαδί να λαμπαδιάζει
στο πρωινό δωμάτιο του χειμώνα
κάθε κατώφλι μια ζεστή ποδιά
και ο βαρδάρης άγριος παγερός και οικείος
ένας μεγάλος αδερφός, μια βεβαιότητα

διαρκώς να αλλάζουν και να μένουν
όλα στη θέση τους αμετακίνητα
αμετακίνητη η Πλατεία Δικαστηρίων
απ’ όπου ξεκινούσε κι όπου τέλειωνε
η Εγνατία Οδός αυτού του κόσμου.