Η ΣΑΒΙΤΡΙ ΚΑΙ Ο ΣΑΤΥΑΒΑΝΤ, ΜΑΧΑΜΠΧΑΡΑΤ, ΙΝΔΙΑ, ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:35 μ.μ.

0

(Μαχαμπαράτα, η μάχη της Κουρουξέτρα)

Η Σαβίτρι και ο Σατυάβαντ

Έχοντας χρόνος περάσει πολύς, να πεθάνει ο Σατυάβαντ
έφτασεν η ώρα. Η Σαβίτρι μετρούσε την κάθε μια μέρα
που 'φευγε, κι άπαυτα μέσα στο νου της και μες στην καρδιά της
ήταν αυτό που ο Ναράντα της είχε ειπωμένο. Ο Σατυάβαντ
μέσα στις τρεις μέρες τούτες θα πέθαινε, λόγιαζεν η άξια
κ' ευγενική του γυναίκα. Κι ως τάχθηκε, τότε, τρεις μέρες
άγρυπνη, αφάγωτη, ακίνητη στάθηκε μέρα και νύχτα.
Ο βασιλιάς, σίντας άκουσε του όρκου την τήρηση, τόσο
στεναχωρέθηκε, που 'ρθε στη νύφη του ευτύς να μιλήσει,
λόγια γιομάτα στοργή να της πει, απ' την καρδιά του βγαλμένα:
"Όρκο πολλά σοβαρό 'κανες κ' έργο βαρύ καταπιάστεις.
Όρθια θα μείνεις, πριγκήπισσα, τρεις νύχτες, πράμα περίσσα
κουραστικό' ναι". Και τέτοια αποκρίθη η Σαβίτρι με σέβας:
"Μην τυραννιέσαι, πατέρα, το τάξιμο αυτό που έχω κάνει,
θα το κρατήσω ως το τέλος! Μονάχη μου πήρα τον όρκο
και με μι' απόφαση τέτοια, που μόνο αυτή κρίνει το τέλος".
Ο βασιλιάς πεθερός της τη γροίκησε κ' έτσι αποκρίθη:
"Όχι, δε νιώθω ικανός να σου πω να πατήσεις τον όρκο.
Ποιος απ' τους όμοιούς μας θα 'βγαζε τέτοιο απ' το στόμα του λόγο;"
Είπε και σώπασε τότε και πάλι ο αγαθός Ντυαματσένα,
με τη Σαβίτρι να στέκεται ακίνητη ως ξύλινη στήλη.
Όμοια στεκόταν ακίνητη και τη στερνή του όρκου νύχτα,
που έμελλε να 'ναι η στερνή του Σατυάβαντ. Και πέρασε η νύχτα
μέσα στη λύπη: "Για σήμερα πια είναι!" σκεφτότανε, κι όταν
ο ήλιος ανάτειλε, σ' ύψος ζυγού, στον ορίζοντα πάνω,
τ' αυγινό χρέος της τέλεψε, ρίχνοντας πάνω στις φλόγες,
που λαμπάδιαζαν, τα δώρα της. Ύστερα πια, όπως πρεπό 'ταν,
απ' τους σεβάσμιους βραχμάνους αφού 'κανε αρχή, τους δικούς της
όλους χαιρέτησε, κ' έμεινε πάλιν εκεί, μ' ενωμένα
χέρια και μ' όλη τη σκέψη της σ' ένα μονάχα σημείο
προσηλωμένη. Οι ασκητές, που στο δάσος μονιάζανε, εψάλλαν
για τη Σαβίτρι, καλές προσευχές, τον Σατυάβαντ μη χάσει.
"Να 'τανε κ' έτσι να γίνονταν!" έλεε, βαθιά βυθισμένη
στους στοχασμούς της, και μάζευεν όλους τους ύμνους εκείνους
μες στην καρδιά της, προσμένοντας να 'ρθει η στιγμή κ' η ώρα να 'ρθει
για ό,τι ο Ναράντα της είχε ειπωμένο. Κι ως στέκονταν έτσι
προσηλωμένη σε μια μόνο σκέψη, κοντά της επήγαν
κ' έτια με αγάπη της είπανε ο κύρης κ' η μάνα του αντρός της:
"Πού 'χες ταμένο, το τέλεψες. Βάλε πια κάτι στο στόμα,
κάνε κι αυτό αναβολή που δεν δέχεται πια παραπάνω!"
Είπαν, κ' η νύφη η αψεγάδιαστη, ευγένεια γιομάτη, αποκρίθη:
"Μόνο όταν ο ήλιος κατέβει στη δύση του, λεύτερη θα ΄μαι.
Έτσι η καρδιά μου αποφάσισε, τάξιμο τέτοιο έχω κάμει."
Κι όπως μιλούσαν εκείνοι, τσεκούρι ο Σατυάβαντ βαστώντας
πάνω στον ώμο, εξεκίνα στο δάσος να πάει. "Μονάχος σου",
είπε η Σαβίτρι στον άντρα της, "όχι, δεν πρέπει να φύγεις,
θα 'ρθω μαζί σου κ' εγώ, πού θα βρω την καρδιά να σ' αφήσω;"
"Όμως, δεν πήγες στο δάσος ως τώρα", αποκρίθη ο Σατυάβαντ,
"δύσβατη η στράτα ως εκεί και πολύ σ' έχει η νήστεια εξαντλήσει,
γυναίκα. Πώς μ ε τα πόδια θ' αντέξεις να πας ως το δάσος;"
"Από τη νήστειαν αυτή δεν αισθάνομαι κούραση, μήτε
κι ανημποριά. Τ' αποφάσισα να 'ρθω, γι' αυτό σ' ικετεύω
μη μου αρνηθείς", ταπεινά παρακάλεσε κείνη τον άντρα.
"Με την καρδιά μου να ρθεις, αφού απόφαση τόχεις παρμένο.
Μα τους γονιούς μου χαιρέτα πριχού ξεκινήσεις μαζί μου,
παίρνοντας άδεια, από σφάλμα να μείνω καλά φυλαγμένος"
είπεν αυτός........................................................................
..........................................................................................
Έχοντας έτσι την άδειά τους, έφυγεν η άμεμπτη νύφη
δίπλα στον άντρα της, κρύβοντας πίσω από γέλιο τη θλίψη
που 'χε βαθια στην καρδιά. Έβλεπε με τα μεγάλα της μάτια 
τα όμορφα δάση, χιλιόχρωμο σπίτι και τέρψη στα πλήθη
των παγωνιών, τα νερά σε γοργόηχα καθάρια ποτάμια,
έβλεπε δέντρα ψηλά, φορτωμένα καρπούς, κι όλο: "Κοίτα!
Κοίταξε δω!" άκουε γλικιά τη φωνή του Σατυάβαντ. Μα κείνη η
δίχως ψεγάδι γυναίκα, τον άντρα της κοίταζε μόνο.
............................................................................................
με την καρδιά της σκισμένη, την ώρα προσμένοντας να 'ρθει.
Μάζευε, ωστόσο, καρπούς ο γενναίος Σατυάβαντ, κοντά της
ένα καλάθι γεμίζοντας, κ' έκοβεν ύστερα ξύλα
κι έσκιζε, κι όπως πολέμαγε ιδρώς τον επήρε, και μέσα 
στην προσπάθειά του κακός πονοκέφαλος του'ρθε, κι ως του 'ρθε,
σίμωσε ευτύς τη γυναίκα του και κουρασμένος της είπε!
"Πόνο κακό από την κούραση μες στο κεφάλι μου νιώθω.
Χέρια και πόδια μου καίω κ' η καρδιά μου, Σαβίτρι. Δε νιώθω
να 'μαι στα συγκαλά μου, αγαπημένη γυναίκα,που λίγα
είναι τα λόγια σου.Λες και μ' αγκάθια μου τρυπούνε 
βαθιά την κεφαλή. Να κοιμόμουν, καλή μου, καλά λέω πως θα 'ταν,
μια και δεν έχω τη δύναμη στα ίδια μου πόδια να στέκω".
Τότε η Σαβίτρι του σίμωσε, πήρε τ' ωχρό του κεφάλι,
το 'βαλε πάνω στο στήθος της κι ύστερα κάθησε χάμου.
Κι ως του Ναράντα τα λόγια στο νου της ηχούσαν ακόμη,
έφερνε μες στην ψυχή της το μήνα, τη μέρα, την ώρα... 
Ξάφνου έναν άνθρωπο είδα στα κόκκινα που 'ταν ντυμένος:
στην κεφαλή του κορώνα φορούσε, λαμπρός σαν τον ήλιο
κι όμορφος, μα 'ταν τα μάτια του κόκκινα ως αίμα κι ως φλόγες
κ' ηταν το χρώμα του σκοτεινό. Μ' ένα σκοινάκι στο χέρι
τρόμο κακό προξενούσε. Ευτύς ως τον είδεν, αγάλια
πλάι της τον άντρα της έσπρωξε, ασκώθηκε κ' είπε θλιμμένη,
έτσι ως τα χέρια της ένωνε κ' έτρεμε ως μέσα η καρδιά της:
"Είσαι, το ξέρω, ένας θεός, η μορφή σου δε μοιάζει ν' ανήκει
σ' άνθρωπο. Κάνε μου τούτη τη χάρη και πες μου ποιος είσαι,
Κύριε των θεών, και τι θέλεις να κάμεις;". Κι ο θεός με το χρώμα
το σκοτεινόν αποκρίθκε κ' είπε: "Ω Σαβίτρι, ω γυναίκα
πλούσια σε χάρες και σύζυγε πίστη γιομάτη, θα μάθεις
ό,τι γυρεύεις να μάθεις. Τον Γιάμα μπροστά σου έχεις τώρα!
Ήρθα να πάρω τον άντρα σου, τον Σατυάβαντ, μαζί μου,
γιατί, τον χρόν που του 'ταν στη ζωή να περάσει, τον έχει
πλέον εξαντλήσει, Τώρα έμαθες ό,τι ζητούσες να μάθεις!" 
......................................................................................
"Ο όμορφος άντρας αυτός, ωκεανός αρετών, απ' τους δούλους 
μου, όχι, δεν ήταν πρεπό να παρθεί, και γι' αυτό 'ρθα δω ο ίδιος",
είπεν ο Γιάμα κ' ευτύς την ψυχή απ' το κορμί του Σατυάβαντ
έσυρεν έξω με δύναμη, κ' ήταν μεγάλη ως μεγάλος
δάχτυλας. Τότε την έδεσε τρίδιπλα με το σκοινί του
κ' έφυγε γρήγορα η πνοή της ζωής, κι αφανίστηκε η ανάσα,
κι όλη η ομορφιά με τη λάμψη της χάθηκε: ....................
..............................................Ακλούθαγε, πίστη γιομάτη
κι άθυμη η σύζυγος με τη μεγάλη τη μοίρα, που οι ασκήσεις
και τα ταξίματα υπόσχεση για να πετύχει της ήταν
ό,τι πεθύμαγε..................................................................
......................................, ω Κύριε...................................
όλοι οι σοφοί, που θεωρούν την ουσία της αλήθειας, διδάσκουν
πως η φιλιά 'ναι τα βήματα μόνο τα εφτά. Και για τούτο
κάτι λοιπόν, θα σου πω. Στην φιλιάν εξορκίζοντάς σε, άκου:

"Δεν είναι δίχως θάρρος όσοι ακούνε
στο δάσος την εγκράτειαν, τις ασκήσεις
τις αυστηρές, τον Νόμο. Αφού γνωρίσαν 
την αφορμή, κηρύξανε τον Νόμο. 
Οι αγαθοί λένε: Ο Νόμος είναι η ουσία".
........................................................".

"Γύρισε πίσω", αποκρίθηκε ο Γιάμα. "Χαρά 'ταν για μένα
ο λόγος σου: συλλαβές, τονισμός, ηχολάλημα, τέλεια
τα επιχειρήματα κ' η σύνθεσή τους. Μια χάρη σα θέλεις,
διάλεξε! Εχτός απ΄' τη ζωή του συζύγου σου, θα 'χεις ό,τι άλλο
θέλεις, ω δίχως ψεγάδι γυναίκα! Λοιπόν, ζήτησέ μου!"
Κ' είπε η Σαβίτρι: "Στο δάσος, στη σκήτη μου, βρήκε αποκούμπι
ο πεθερός μου διωγμένος. Το φως του έχει χάσει. Ο μεγάλος
άρχοντας, που ήλιοθ φεγγόβολου μοιάζει,, το φως του ας ξανάβρει!"
"Θα σου κάνω τη χάρη που θέλεις, ω δίχως ψεγάδι 
γυναίκα", μίλησε ο Γιάμα. "Πλην, βλέπω σημάδια του δρόμου
πάνω σου: Γύρισε πίσω, την κούραση εμπόδισε να'ρθει!"
Κ' είπε η Σαβίτρι:....................................................Αλλ' άκου:

"Τον αγαθόν αν συναντήσω μόνο
και μια φορά, μετά τον λαχταρίζω
κ' ύστερα νιώθω αυτό φιλία που λένε.
Τ' αγαθού η συντροφιά ποτέ δε μένει
δίχως καρπόν. Ας ζούμε, λοιπόν, πάντα
μόνο από αγαθούς συντροφευμένοι!"

"Το γνωμικό σου, Σαβίτρι, δροσιά στην καρδιά μου 'χει φέρει
και παρηγόρια με γιόμισε για των σοφών τη σοφία,
διδαχτικό καθώς είναι. Μια δεύτερη χάρη, ω γυναίκα
ευγενική, ζήτα, αν θέλεις, εχτός απ' τη ζωή του Σατυάβαντ".
"Απ' το βασίλειό του διώχτηκεν άλλοτε", εκείνη αποκρίθη,
"ο πεθερός μου ο σοφός. Το βασίλειό του πάλιν ας πάρει
δίχως να πάψει γι' αυτό ν' ακλουθεί τον κανόνα της ζωής του
σαν αγαθός. Τούτη, Κύριε, τη δεύτερη χάρη γυρεύω".
Κ' είπεν ο Γιάμα: "Ο ηγεμόνας αυτός, το βασίλειό του πάλι
γρήγορα θα 'χει χωρίς τον κανόνα της ζωής του να πάψει
ν' ακολουθεί................................................Πίσω 
γύρισε τώρα, πριγκήπισσα, την κούραση εμπόδισε να 'ρθει!"
Κ' ευτύς εκείν αποκρίθηκεν: "Όλα τα πλάσματα, κάτω 
απ' το νόμο σου τα 'χεις............................................
...κι είσαι γι΄αυτό φημισμένος με τ' όνομα Γιάμα.
Άκου μου τώρα κι αυτό το ρητό που για σένα ακόμη έχω:

"Μην ασκείς βία σε πλάσμα ουδέ με πράξη
μηδέ σε σκέψη ή λόγο...:Ιδού ο Νόμος 
ο αιώνιος των δικαίων.................Μα αγαθοί 'ναι
μόνον εκείνοι που το καλό κάνουν
και στους εχθρούς οπού έχουνε στο χέρι".

"Φράση καθώς αυτή κ' έτσι ειπωμένη, Σαβίτρι, από σένα,
σαν το νερό 'ναι γι' αυτόν που διψά. Ζήτησέ μου μια χάρη,
έξω απ' τη ζωή του Σατυάβαντ, κι αυτό που ζητήσεις θα γίνει!"

Έτσι ο θεός είπε, κ' εκείνη η αψεγάδιαστη ευτύς αποκρίθη:

"Ο βασιλιάς ο πατέρας μου δίχως παιδιά 'χει απομείνει.
Γιος εκατό ας αποχτήσει, η γενιά του ποτέ να μη σβήσει.
Τούτη την εύνοια γυρεύω σου, Κύριε!" Κι ο θεός αποκρίθη:
"Θα σου γενεί κι αυτή η χάρη. Ο πατέρας σου, ω σπάνια γυναίκα,
γιους εκατό θ' αποχτήσει, η γενια του ποτέ να μη σβήσει!
Να που κι ο πόθος σου αυτός εισακούστει, πριγκήπισσα! Τώρα
γύρισε πίσω πια, πήγαινε,δρόμο μακρύν έχεις κάμει".
Κ' είπε η Σαβίτρι: "Πολύ μακρινό δεν υπάρχει στον κόσμο
τίποτα για όποιαν γυναίκα δίπλα στον άντρα της είναι,
γιατί η καρδιά της ορμά μακρινώτερα ακόμη. Μ' ακόμη 
άκου κι αυτό το ρητό, που στα χείλια μουαπάνω έτοιμό 'ναι:

"Του Βιβάσβαντ ο γιος, ο γόης, εσύ 'σαι 
κ' οι σοφοί σε καλούν και Βαϊβασβάτα.
Τα πλάσματα, κοινό ακλουθώντας νόμο,
πηγαίνουνε. Σ' εσένα, Κύριε, μόνο,
του Βασιλιά του Νόμου αρμόζει ο τίτλος".
"Στους αγαθούς έχω πιο εμπιστοσύνη
παρά σε με, και θέλω η εκτίμησή τους
να μ' έχει σημαδέψει. Η καλοσύνη
προς όλα τα όντα, εμπιστοσύνη φέρνει:
στους αγαθούς, λοιπόν, οι ανθρώποι πρέπει
να 'χουν εμπιστοσύνη πρώτα απ' όλους!"

"Όχι, δε γροίκησα, εχτός από σένα, ένα λόγο σαν τούτο
που 'πες, πριγκήπισσα, κ' είναι μεγάλη η ευφροσύνη μου. Χάρη
ζήτα μου κι άλλην , αν θέλεις, εχτός απ' τη ζωή του Σατυάβαντ".
"Γιους εκατό ν' αποχτήσουμε, εγώ κι ο Σατυάβαντ, δικούς μας
αληθινά, δυνατούς και γενναίους, μη και σβήσει η γενιά μας.
Τούτη σαν τέταρτη εύνοια σου γυρεύω για μένα".
Γιους εκατό θ' αποχτήσεις, γενναίους, δυνατούς που η χαρά σου
θα 'ναι γυναίκα! Μα γύρισε πίσω......................................".
Πλην, η Σαβίτρι αποκρίθηκε μ΄ένα ρητό της και πάλι:

"Τους αγαθούς ο νόμος οδηγεί:...........
Μια και γνωρίζουν οι αγαθοί ότι πάντα
φέρσιμο όπως αυτό στο σωστό σπρώχνει,
κινούμενοι για ένα συμφέρο ξένο,
ανταμοιβή καμιά δεν περιμένουν".
'Εύνοια που εδόθη σ' αγαθούς, του κάκου
δεν πάει ποτέ. Η τιμή και το συμφέρο
δεν χάνονται. Τους αγαθούς, ο νόμος
ο ηθικ΄ς οδηγεί, Για τούτο κ' είναι
πολλά συντρεχτικοί οι αγαθοί πάντα".

"Όσο ρητά όμορφα λες, την καρδιά που μου ευφραίνουν, γεμάτα
έννοια αψηλή, συντροφιά που πηγαίνει μαζί με το Νόμο,
τόσο ηστοργή μου για σε μεγαλώνει, πριγκήπισσα. Πε μου
κι όποιαν ασύγκριτη χάρη γυρέψεις ευτύς θα την κάνω!"
Έτσι της μίλησε ο Θεός κ' η γυναίκα η πιστή απηλογήθη:
"Τούτο το τέλος σε τίποτα μ' όλες τις εύνοιες τις άλλες
ίδιο δεν είναι, ω γενναιόδωρεε! Το αληθινό δεν αφήνει
έξω αγαθό! Να ποια διάλεξα χάρη στερνή να γυρέψω:
ο σύζυγός μου να ζήσει! Νεκρή 'μαι χωρίς τον Σατυάβαντ.
Την ευτυχία δεν την θέλω, τον άντρα μου αν είναι να χάσω!
Τον ουρανό δεν τον θέλω, τον άντρα μου αν είναι να χάσω!
Την ομορφιά δεν την θέλω, τον άντρα μου αν είναι να χάσω!
Μήτε τη ζωή δεν την θέλω, τον άντρα μου αν είναι να χάσω!
Κύριε, τον πόθο μου εισάκουσες, γιους εκατό ν' αποχτήσω
με τον Σατυάβαντ, κι ωστόσο μαζί σου τον έπαιρνες. Τούτο
χάρη στερνή σου γυρεύω: να ζήσει ο Σατυάβαντ! Ω Κύριε,
τότε μονάχα μια αλήθεια θα γίνει κι ο κάθε σου λόγος!"
Είπε, κι ο γιος του Βιβάσβαντ, ο Γιάμα, και Κύριος του Νόμου,
με την καρδιά του χαρούμενη στράφηκε πίσω του κ' έτσι
μίλησε, αφού έλυσε πρώτα τους δύσκολους, τρίδιπλους κόμπους:
"Ω της γενιάς σου χαρά, ω ευλογημένη γυναίκα, το βλέπεις,
ο άντρας σου ελεύθερος είναι, γερό και γιομάτον υγεία
θα τον ξανάβρεις κ' η κάθε μου υπόσχεση πράγμα θα γίνει.
Τέσσερις αιώνες θα ζήσει κοντά σου, θυσίες θα προσφέρει
κατά το νόμο, και φήμη πολλή θ' αποχτήσει στον κόσμο.
Γιους εκατό θα γεννήσετε κι όλοι τους θα 'ναι ηγεμόνες
και βασιλιάδες, γιους και μ' εγγόνους, στον νόμο ακουσμένους
που τ' όνομά σου θα φέρνουνε. Γιους εκατό θ' αποχτήσει 
με τη Μαλάβι ο πατέρας σου, γιους που θα κάνουν εγγόνους.
Άρχοντες θα 'ναι τ' αδέρφια σου κ' ίσοι με τριάντα θεούς θα 'ναι!"
Όταν ο Κύριος του Νόμου την εύνοιά του μ' έτοιο έναν τρόπο
έδειξε, πίσω να φύγει την πρόσταξε κ' έφυγε κι ο ίδιος
κατά τον νότο τραβώντας, στον Άδη γυρίζοντας πάλι.
Κι όπως ο Γιάμα είχε φύγει, η Σαβίτρι, που σύζυγο πάλιν
βρήκεν, εγύρισε εκεί όπου ήταν τ' άναιμο σώμα του αντρός της.
Το 'δε στη γη όπως κοιτότανε, σίμωσε, κάθισε χάμου
και το κεφάλι του ασκώνοντας το 'βαλε πάλιν απάνω
στο στήθος της. Κι ο Σατυάβαντ, σε λίγο, ως συνήρθε, σαν ένας
που από ταξίδι μεγάλο γυρίζει στον τόπο του, τέτοια
μ' έρωτα, αδιάκοπα κοιτάζοντάς την, της είπε:
"Ηχώ! Πολληώρα κοιμήθηκα, αγάπη μου! Νύχτωσε κιόλας!
Πώς δε με ξύπνησες; Ξέρεις τι γένηκε ο σκοτεινός ξένος
που 'ρθε και μ' έδεσε κ' έσερνε πίσω του;" Κ'  είπε η Σαβίτρι:
"Ναι, σύζυγέ μου, καλιότερε μέσα στους άντρες,  πολληώρα
σ' έπηρεν ο ύπνος, στο στήθος μου πάνω γερμένος. Ο Γιάμα
έφυγε, ο θεός που τα πλάσματα κάνει ό,τι θέλει. Ω μεγάλη
καρδιά, άντρα μου, από τον ύπνο σου ως βγαίνεις, πολλά κουρασμένος,
κρίνω πως θα 'σαι, μ' αν δύνεσαι στάσου στα πόδια σου. Κοίτα,
νύχτωσε πια, αστροπλημμύριστη νύχτα γοργή κατεβαίνει!"
Στάθηκε πάνω στα πόδια του κι ως ένας που μόλις σηκώθη
από ήσυχον ύπνο, κι ολότελα πια 'χε συνέλθει και γύρω
στον ουρανό και στου δάσους τα διάπαντα βλέποντας, είπε"
"Είχα μαζί σου, ω γυναίκα ομορφόκορμη, βγει να μαζέψω
καρπούς. Το ξύλο όπως έσκιζα, πόνος κακός στο κεφάλι
μ' έπιασε. Ορθός μη μπορώντας πια να 'μαι, κοιμήθηκα αμέσως
πάνω στο στήθος σου γέρνοντας. Ναι, τα θυμούμαι καλά όλα.
Κι όπως απάνω σου μ' έσφιγγες, την ψυχή μου άρπαξεν ο ύπνος
κ' είδα έναν άντρα πολλά δυνατό, μα με σκοτεινήν όψη.
Πε μου, αν γνωρίζεις, γυναίκα ομορφόκορμη, τι να σημαίνουν
όλ' αυτά που 'δα κι αν όνειρο ήτανε ή ήταν αλήθεια".
Τότε η Σαβίτρι αποκρίθηκεν: "Έπεσε η νύχτα πια. Μα αύριο
θα σου τα πω όλα, όπως έγιναν. Γιε ευλαβικέ, τους γονιούς σου
σκέψου και πάμε να φύγουμε: νύχτωσε, χάθηκεν ο ήλιος".

_____


O Arjun είναι ασταμάτητος για τέταρτη ημέρα.
________

Μερικά ακόμα αποσπάσματα από το Μαχαμπαράτ:


Ο Βυάσα (ο αφηγητής της Μαχαμπαράτα) καταγράφει τα μοιρολόγια που συντροφεύουν το βασιλιά Ντουριόντανα αυτές τις τελευταίες στιγμές της ζωής του:

Μεγάλε βασιλιά, πού είναι τώρα το λευκό σου αλεξιβρόχι;
Πού είναι τάχα η μυϊοσόβη σου η φιλντισένια και το φορείο σου με τις μεταξωτές κουρτίνες;
πού είναι τα μαρμαρένια σου λουτρά και οι στολισμένες σου χορεύτριες;
Τώρα στο χώμα κείτεσαι λαβωμένος θανάσιμα με ματωμένους τους μηρούς, μονάχος μες στη νύχτα.
Στα χέρια σου γυαλίζει το αίμα κι η λάσπη.
Δεν σου απομένει πια παρά μια στάλα μοναχά ζωής,
λυγμοί ταράζουν το κορμί σου κι αίμα πηχτό αδιάκοπα ξερνάς.
Πού είναι τ' άρματά σου τα στολισμένα με σμαράγδια;
Πού είναι τα χωριά σου, τα παλάτια, τα χαρέμια σου;
Πού είναι οι τριακόσιες χιλιάδες καβαλάρηδες κι οι οχτακόσιες χιλιάδες πολεμικοί ελέφαντες;
Τα όρνια σιμώνουν πεινασμένα για να σπαράξουν το κορμί σου, κοπάδια ύαινες και λύκοι πλησιάζουν.
Μάταια τινάζεις τα χέρια τα ματοβαμμένα για να τα διώξεις.
Άκου, οι γύπες τινάζουν τα φτερά τους. Απόψε οι σάρκες σου θα τους θρέψουν.
Μεγάλε βασιλιά, εσύ που τη γη ολάκερη κυβερνούσες,
εσύ που με το ρόπαλό σου το χρυσό οδηγούσες τόσους και τόσους βασιλιάδες, τώρα δεν θέλεις να πιστέψεις
πως οδεύεις στο δρόμο του θανάτου.
Να πιστέψεις δεν θέλεις πως πεθαίνεις κι εσύ...
Το αίμα σού εμποδίζει τη μιλιά, στα μάτια σου γυαλίζει η οργή, η κοφτή σου ανάσα σιγοσβήνει.

Ο χρόνος είναι πάνω απ' όλα.
Κρίμα σε σένα, κρίμα στη μάνα σου την Γκαντάρι που γριά πια θα βγει στους δρόμους της ζητιανιάς.
Κρίμα και στον τυφλό γέρο πατέρα σου, κρίμα στους φίλους σου,
στους ταπεινούς ανθρώπους που τόσα σού έδωσαν
και τώρα θα γυρνούν περιπλανώμενοι
σε μια γη όπου χαρά δεν υπάρχει πια.


-----------------------


Ο Βυάσα, βλέποντας το βαθύ πόνο των γυναικών που ψάχνουν μέσα στους χιλιάδες νεκρούς για τους δικούς τους ανθρώπους, μιλά για το μυστήριο του θανάτου:

Δυο κορμοί που επιπλέουν στο νερό, συναντιούνται στον ωκεανό κι ύστερα αμέσως χωρίζουν.
Το ίδιο εσύ κι η μητέρα σου, ο αδερφός σου κι εσύ, η γυναίκα σου κι εσύ, ο γιος σου κι εσύ.
Τους ονομάζεις γυναίκα, πατέρα, φίλο σου, μα δεν είναι παρά μια τυχαία συνάντηση καθ' οδόν.
Τούτος ο κόσμος είναι μια ρόδα που γυρίζει,
ένα πέρασμα στο μεγάλο ωκεανό του χρόνου όπου κολυμπούν δύο καρχαρίες, τα γηρατειά κι ο θάνατος.
Τίποτε δεν διαρκεί, ούτε καν το κορμί σου.
Κανένας δεσμός δεν αντιστέκεται στο χρόνο.
Αυτή τη στιγμή δεν βλέπεις τους προγόνους σου κι ούτε οι πρόγονοί σου σε βλέπουν.
Δεν βλέπεις ούτε τον ουρανό, μήτε τον κάτω κόσμο.
Ποιος φτιάχνει τον άνεμο, τη φωτιά, το φεγγάρι, τον ήλιο, την ημέρα, τη νύχτα, τα ποτάμια, τ' αστέρια;
Όλα είναι βαλμένα πάνω σ' αυτή την πολυποίκιλη δημιουργία, που η αιτία της είναι ακατανόητη.
Τίποτε δεν μένει, τίποτε δεν ξαναγυρνά.
Χαρά, λύπη, όλα είναι κανονισμένα από το πεπρωμένο.
Αυτό που ποθείς, το έχεις.
Αυτό που δεν ποθείς, το έχεις.
Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει γιατί.
Τίποτε δεν εγγυάται την ευτυχία του ανθρώπου.
Πού είμαι; Πού πηγαίνω; Ποιος είμαι; Γιατί;
Και για ποιο πράγμα θα έπρεπε να κλαίω;


-------------------------


Ο Γιουντίστιρα εγκαταλείπει το στρατόπεδο μες στη νύχτα και κοιτάζει γύρω του την πλάση. Τότε ένα παράξενο ποίημα σχηματίζεται στη σκέψη του απρόβλεπτα χωρίς ο ίδιος να το επιδιώξει:

Ένας μεγάλος ποταμός κυλάει στο πεδίο της μάχης,
κι εισβάλλει στον κόσμο των νεκρών.
Οι σκοτωμένοι ελέφαντες νησιά φαντάζουν στα κόκκινα νερά του,
οι πανοπλίες κροκόδειλοι θαρρείς,
νερό το αίμα, τα πτώματα δεντροκορμοί,
τα σκόρπια σπλάχνα χέλια μοιάζουν.
Τα τσακισμένα κόκαλα των πολεμιστών είναι η άμμος,
ιλύς οι σάρκες, δίνες οι σημαίες, φρύνοι φαντάζουν τα κομμένα χέρια.
Ο ποταμός σκάβει μια κλίνη βαθιά όπου τα πτώματα κοιμούνται
σαν σφιχταγκαλιαμένοι εραστές.
[?]
όπου οι ασπίδες μοιάζουν με χρυσά πλεούμενα.
Φύκια φαντάζουν τα μαλλιά και τα κεφάλια βράχια,
τα δαχτυλίδια φυσαλίδες, τ' ακόντια καλαμιές,
οι τροχοί των αρμάτων θυμίζουν στρόβιλους
και τα κομμένα δάχτυλα σαν ψάρια επιπλέουν.
Τα βραχιόλια μοιάζουν με βότσαλα,
τα κύμβαλα με όστρακα.
Ψαράδες, τα τσακάλια...
Τα τόξα πλέουν πάνω στο κύμα τούτο των δακρύων
κι η βουή του ποταμού σαν πονεμένος θρήνος αντηχεί.
Οι κομμένες προβοσκίδες των ελεφάντων τινάζονται σαν ερπετά.
Κι ο κόκκινος ποταμός κυλά νύχτα και μέρα
κάτω απ' τη σκυφτή σκιά των όρνεων.


_____

Το Μαχαμπαράτα έχει χαρακτηριστεί σαν έπος των αιώνων. Είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο, τόσο σπουδαίο για τους Ινδούς όσο η Ιλιάδα για τους Έλληνες, και το πλουσιότερο σε θέματα. Είναι ένα έργο στο οποίο τονίζεται το υψηλό ήθος των ηρώων του, ο ανώτερος σκοπός της πνευματικής αναζήτησης και ο θρίαμβος της αρετής πάνω σε καθετί κακό.
 

Mahabharata μπορεί να "σημαίνει" κατά βάθος η «Ιστορία της Μεγάλης Ινδίας» και επειδή σε όλα τα μεγάλα έπη το ειδικό συναντά το γενικό, το τοπικό, το παγκόσμιο και το πανανθρώπινο, έτσι Mahabharata καταλήγει να σημαίνει «η ιστορία του ανθρώπινου είδους». 

 

Μαχαμπαράτ, το πρώτο επεισόδιο.

"Το βίντεο αυτό περιείχε προηγουμένως ήχο προστατευόμενο από πνευματικά δικαιώματα. Λόγω αξίωσης από τον κάτοχο των πνευματικών δικαιωμάτων, έγινε σίγαση του ήχου",  You Tube.

***


Mahabharat, Hidimb Vadh και Bhims
______

Για πιο ολοκληρωμένη ενημέρωση μεταφέρω τις παρακάτω πληροφορίες από τη Βικιπαίδεια:

Η Μαχαμπαράτα είναι ένα γιγάντιο ινδικό έπος και γενικότερα λογοτεχνικό έργο, γραμμένο στα σανσκριτικά. Είναι ένα από τα τρία σημαντικότερα έπη της Ινδίας (τα άλλα είναι το Ραμαγιάνα, και οι Μεγάλες Πουράνες).
Η ονομασία είναι σύνθετη σανσκριτική λέξη από το "Μάχα" (=μεγάλος , μέγας) + "Μπαράτα" (ονομασία φυλής), που σημαίνει: "Μεγάλοι Μπαράτα", ή "Μεγάλη δυναστεία των Μπαράτα".

Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα συγγράμματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στην τελική μορφή του το έπος αποτελείται από 100.000 σλόκα (δίστιχα), διαιρούμενα σε 18 ωδές-βιβλία (πάρβες). Σε μέγεθος είναι επτά φορές μεγαλύτερο από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια μαζί, πέντε φορές μεγαλύτερο από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη και τέσσερις φορές μεγαλύτερο από τη Ραμαγιάνα.
Σε αυτό εξιστορείται η πολεμική δράση των Μπαράτα, αρχαίας πολεμικής φυλής της Βόρειας Ινδίας. Οι δύο ηγεμονικές οικογένειες που πολεμούν είναι οι εκατό Κουράβα (ή Κουρουϊνίδες), και οι πέντε εκθρονισμένοι εξάδελφοί τους Παντάβα (ή Πανδάβα ή Πανδουΐδες). Όλοι αυτοί είναι απόγονοι του Ινδού ήρωα Μπαράτα, γιου της Σακούνταλα.
Ο πόλεμος για την εξουσία διαρκεί πολλά χρόνια, και διάφοροι αλλόφυλοι λαοί βοηθούν τους Παντάβα. Η αποφασιστική μάχη δίνεται στην Κουρουξέτρα την ιερή γη του ντάρμα, και διαρκεί 18 ημέρες. Εκεί όλοι οι Κουράβα εξοντώνονται. Ο Γιουντιστίρα, που στέφθηκε βασιλιάς στη Χαστιναπούρα, παρέδωσε το βασίλειό του στον γιο του και έγινε μαζί με τους αδελφούς του ασκητής στα Ιμαλάια. Μετά εξαφανίστηκε από τα μάτια των θνητών και άρχισε την ανάληψή του στον ουρανό, προς τους θεούς, τους αληθινούς γεννήτορες των Παντάβα.


Αρχικά πιστευόταν ότι το έπος αυτό είναι αρχαιότερο του έπους Ραμαγιάνα, όμως Ινδοί μελετητές απέδειξαν ότι ισχύει το αντίθετο.
Σύμφωνα με τον θρύλο, το βιβλίο γράφτηκε από τον μάγο Βιάσα, πιθανότατα στα τέλη της ύστερης Βεδικής περιόδου (περίπου τον 8ο αιώνα π.Χ.) Λέγεται ότι όταν ο Βιάσα συνέλαβε την ιδέα του έργου, δεν βρήκε γραφέα ικανό για να το υπαγορεύσει, και έβαλε τον δημιουργό θεό Μπράχμα να του υποσχεθεί ότι θα τον βοηθούσε ο ίδιος ο ελεφαντόμορφος θεός Γκανές. Εκείνος συμφώνησε υπό τον όρο ότι η υπαγόρευση θα γινόταν χωρίς παύση, κι ότι η πένα δε θα σταματούσε ούτε για ένα λεπτό. Οι μελετητές υποστηρίζουν ότι το Μαχαμπαράτα είναι έργο συλλογικό και δημιουργοί του είναι διάφοροι συγγραφείς από τον 4ο ή 8ο αιώνα π.Χ. έως τον 4ο αιώνα μ.Χ.. Πιθανώς πήρε την τελική του μορφή κατά την αρχή της περιόδου των Γκούπτα. Ο αρχικός πυρήνας του είχε περίπου 8.000 δίστιχα, και αργότερα ο σοφός Βαουντέβε τα αύξησε σε 24.000. Μεγάλο μέρος του υλικού προέρχεται από άλλους μύθους και θρύλους, γι' αυτό και οι παρεμβολές συχνά είναι τόσο εκτεταμένες, που αποτελούν αυθύπαρκτα ποιητικά έργα. Τέτοια είναι η διήγηση της Σαβίτρι, που αποσπά με προσευχές και τεχνάσματα τον σύζυγό της από τον θεό του θανάτου Γιάμα, το «Ασμα του μακαρίου» ή «θείο τραγούδι», γνωστό ως Μπαγκαβαντγκίτα, όπου δίνεται η διδασκαλία της γιόγκα από τον θεό Κρίσνα στον πολεμιστή Αρτζούνα, και το απόσπασμα «Νάλας και Νταμαγιάντη» το οποίο πρωτομετέφρασε στην ελληνική από τα σανσκριτικά ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης.