ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΝΙΤΣΕ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:28 μ.μ.

0


Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε, Friedrich Wilhelm Nietzsche, (Ραίκεν 1844-Βαϊμάρη 1900) σαν ποιητής, Γερμανία.

"Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';" Νίτσε

*

«Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ' αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας [...] Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την», Νίτσε

*

Δόξα κι αιωνιότητα

..........................................

2

Αυτό το νόμισμα, μ' αυτό
που ο κόσμος όλος πληρώνει
τη  δ ό ξ α -
με γάντια αγγίζω αυτό το νόμισμα,
κι αηδιασμένος το  π ο δ ο π α τ ώ.

Ποιος θέλει να πληρώνεται;
Οι εξαγοραζόμενοι...
Όποιος εξαγοράζεται αδράχνει
με χέρια λιγδερά
αυτή τη διαολεμένη, εκκωφαντική, τενεκεδένια δόξα! 

- Μπας  θ έ λ ε ι ς  να τους αγοράσεις;
Όλοι εξαγοράζονται.
Πρόσφερε μόνο πολλά!
Κουδούνισε πουγκί γιομάτο!
- Αλλιώς τους  δ υ ν α μ ώ ν ε ι ς,
τους δυναμώνεις αλλιώς την  α ρ ε τ ή...

Είναι όλοι τους ενάρετοι.
Δόξα και αρετή ομοιοκαταληκτούν.
Ο κόσμος, όσο ζει,
πληρώνει αρετής μωρολογίες
με δόξας τυμπανοκρουσίες -
ο κόσμος  ζ ε ί  απ' αυτό το σαματά...

Απέναντι σε όλους τους ενάρετους 
      θέλω να είμαι οφειλέτης,
να κηρυχτώ οφειλέτης κάθε μεγάλου χρέους!

Μπροστά στους τηλεβόες όλους της δόξας
σκουλήκι να γενεί η φιλοδοξία μου -
ανάμεσα σε δαύτους λαχταρώ
να είμαι ο  σ ι γ α ν ό τ ε ρ ο ς...

Αυτό το νόμισμα, μ' αυτό
που ο κόσμος όλος πληρώνει,
τη  δ ό ξ α -
με γάντια αγγίζω αυτό το νόμισμα
κι αηδιασμένος το  π ο δ ο π α τ ώ.

.........................................

4

Ύψιστε αστερισμέ της ύπαρξης!
Βάθρο μνημείων αιώνιων!
Ε σ ύ  σε μένα έρχεσαι;
Ό τι κανείς δεν διείδε,
τη βουβή σου ομορφιά -
πώς; δεν δραπετεύει από τα βλέμματά μου;

Έμβλημα της αναγκαιότητας!
Βάθρο μνημείων αιώνιων!
 - Αλλά το ξέρεις:
αυτό που όλοι μισούν,
αυτό που  ε γ ώ  αγαπώ μονάχα,
είναι πως είσ'  α ι ώ ν ι α!
Η αγάπη μου αναφλέγεται
αιώνια μόνο από την αναγκαιότητα.

Έμβλημα της αναγκαιότητας!
Ύψιστε αστερισμέ της ύπαρξης!
  - που δεν τον φτάνει η ευχή,
που όχι δεν κηλιδώνει,
αιώνιο ναι της ύπαρξης,
αιώνια είμαι το ναι σου:
γ ι α τ ί  σε  α γ α π ώ,  α ι ω ν ι ό τ η τα...

 *

Για τη φτώχεια του πλουσιότατου

Δέκα χρόνια χαμένα -
και σταγόνα δεν μ' έφτασε,
ούτε άνεμος υγρός ή δροσιά αγάπης
- μια χώρα δίχως  β ρ ο χ ή...
Παρακαλώ τη σοφία μου
στην ξεραΐλα ετούτη να μην τσιγκουνεύεται:
πλημμύρισε, στάλαξε δρόσο μόνη,
γίνε η ίδια βροχή στην κιτρινιασμένη ερημιά!

Κάποτε μίλησα στα σύννεφα
να φύγουν απ' τα όρη μου.
Κάποτε είπα: "Κι άλλο φως, σεις σκοτεινά μου!"
Σήμερα τα δελεάζω για να 'ρθουν:
με τα μαστάρια σας σκοτεινιάστε με!
 - Να σας αρμέξω θέλω
των υψών αγελάδες:
Σοφία ζεστή σαν γάλα, πάχνη γλυκιά της αγάπης
σκορπίζω εγώ σ' όλη τη γη.

Μακριά, μακριά, εσείς αλήθειες,
που κοιτάτε σκυθρωπές!
Δεν θέλω να βλέπω στα βουνά μου
αλήθειες ανυπόμονες, στυφές.

Απ' το χαμόγελο χρυσωμένη
ας με πλησιάσει η αλήθεια σήμερα,
γλυκαμένη απ' την αγάπη, ηλιοκαμμένη -
μια  ώ ρ ι μ η  αλήθεια κόβω απ' το δέντρο μόνος μου.

Σήμερ' απλώνω το χέρι
προς τους δελεασμούς της τύχης,
αρκετά έξυπνος, την τύχη αυτή,
από το χέρι να την πιάσω, σαν παιδί, και να την ξεγελάσω.
Θέλω να 'μαι φιλόξενος σήμερα
σε ό,τι ανεπιθύμητο,
ακόμα και στη μοίρα την ίδια δεν θέλω να 'μαι αγκαθερός  
- σκαντζόχοιρος δεν είν' ο Ζαρατούστρας.

Η ψυχή μου,
με την αχόρταγη γλώσσα της,
άσχημα ως τώρα πράγματα μα και καλά έχει γλύψει,
σ' όλα τα βάθη βούτηξε.
Όμως είναι σαν τον φελλό,
πάντα επιπλέει πάλι,
θαυματουργά γλιστρά σαν λάδι πάνω από σκοτεινά πελάγη:
για χάρη της ψυχής αυτής με λένε τυχερό.

Πατέρας ποιος μου είναι, μάνα ποια;
Πατέρας μου δεν είν' ο πρίγκηψ πλούτος
και το ήρεμο γέλιο μάνα μου;
Δεν γέννησε ο γάμος των δυο αυτών
εμένα το αινιγματικό ζώο,
εμένα το τέρας του φωτός,
τον σπάταλο κάθε σοφίας, Ζαρατούστρα;

Άρρωστος σήμερα από τρυφερότητα,
άνεμος δροσερός,
προσμένοντας κάθεται ο Ζαρατούστρας πάνω στα βουνά του -
στο ίδιο του μέσα το ζουμί,
έχοντας ωριμάσει, έχοντας βράσει,
κ ά τ ω  από την κορφή του,
κ ά τ ω  από τον πάγο του, 
αποσταμένος και μακάριος,
ένας Δημιουργός στην έβδομή του μέρα.

- Σιωπή!
Μια αλήθεια περπατάει απάνω μου
σαν σύννεφο -
μ' αόρατους κεραυνούς με πετυχαίνει.
Από φαρδιές, αργές σκάλες
η ευτυχία της ανεβαίνει προς το μέρος μου:
έλα, έλα αλήθεια αγαπημένη!

- Σιωπή!
Δ ι κ ή  μου αλήθεια είναι αυτή!
Μέσ' από μάτια διστακτικά,
μέσα από ρίγη βελουδένια,
με πληγώνει το βλέμμα της,
όμορφο, μοχθηρό βλέμμα κοπέλας...
Εμάντεψε της ευτυχίας μου τον  λ ό γ ο,
με μάντεψε τον ίδιο - χα! τι να σκαρφίζεται;
Παραφυλάει ένας δράκος πορφυρένιος
στην άβυσσο του κοριτσίστικού της βλέμματος.

- Σιωπή! Η αλήθεια μου  μ ι λ ά ε ι!

Αλίμονό σου, Ζαρατούστρα!
Μοιάζεις με κάποιον
που έχει καταπιεί χρυσό:
σύντομα θα σ' ανοίξουν την κοιλιά!...

Είσαι υπέρ το δέον πλούσιος,
εσύ διαφθορέα πολλών!
Πάρα πολλούς τους κάνεις να ζηλοφθονούν,
πάρα πολλούς φτωχαίνεις...
Ως και σε με τον ίδιο ρίχνει σκιές το φως σου -
με κάνει να ριγώ: ω πλούσιε εσύ, φύγε,
απομακρύνσου, Ζαρατούστρα, από τον ήλιο σου!...
Την αφθονία σου θα 'θελες να χαρίσεις, να σκορπίσεις,
μα είσαι ο ίδιος εσύ περιττός!
Έξυπνος να 'σαι, πλούσιε!
Χ ά ρ ι σ ε  π ρ ώ τ α  τ ο ν  ε α υ τ ό  σ ο υ , Ζαρατούστρα!

Δέκα χρόνια χαμένα -
και καμιά σταγόνα δεν σ' έφτασε;      
ούτε άνεμος υγρός; ή δροσιά αγάπης;
Ποιος όμως θα  μ π ο ρ ο ύ σ ε  να σ' αγαπήσει      
εσένα υπέρπλουτε;
Η ευτυχία σου ξεραίνει όλα τριγύρω,
τα φτωχαίνει απ' αγάπη
- μια χώρα  δ ί χ ω ς  β ρ ο χ ή...

Κανένας δεν σου λέει πια ευχαριστώ,
όμως εσύ ευχαριστείς καθέναν
που από σένα παίρνει:
σ' αυτό σ' αναγνωρίζω, 
εσένα πλουσιότατε,
εσέ  φ τ ω χ ό τ α τ ε  όλων των πλουσίων!
Θυσιάζεσαι, σε  β α σ α ν ί ζ ε ι  ο πλούτος σου,
δίνεσαι,
δεν αγαπάς ούτε λυπάσαι τον εαυτό σου:
πάντα η μεγάλη σε τρώει έγνοια,
η έγνοια  ξ έ χ ε ι λ ω ν  σιταποθηκών και καρδιάς
  ξ έ χ ε ι λ η ς -
κανένας, όμως, δεν σου λέει ευχαριστώ...

Φ τ ω χ ό τ ε ρ ο ς  να γίνεις πρέπει,
σοφέ μωρέ,
να σ' αγαπούν αν θέλεις!
Τους πονεμένους μόνο αγαπούν,
αγάπη δίνουν μοναχά στον πεινασμένο:
χ ά ρ ι σ ε  π ρ ώ τ α  τ ο ν  ε α υ τ ό  σ ο υ, Ζαρατούστρα!

- Εγώ είμαι η αλήθεια σου...

*

Από τα Αποφθέγματα

Εκλεπτυσμένο γούστο

Αν μ' αφήναν να διαλέξω,
μέρος θα 'βρισκα μικρό
μ έ σ α  στον Παράδεισο:
πιο καλά - στην πόρτα απ' έξω!

*

Από τα συμπληρώματα στους διθυράμβους του Διονύσου

[17]

Η μοναξιά
δεν βασανίζει: ωριμάζει...
Σ' αυτό όμως πρέπει να 'χεις φίλο σου τον ήλιο.

[45]

Κρύοι που είναι τούτοι οι σπουδαγμένοι!
Αχ, να 'πεφτε ένας κεραυνός μες στο φαΐ τους,
να μάθαινε το στόμα τους να τρώει φωτιές! 

***

Ο Νίτσε, από το 1889, έζησε σε κατάσταση άνοιας. Το τραγικό στην όλη ιστορία ήταν ότι την εποχή ακριβώς που κατέρρευσε έγινε γνωστό στον πολύ κόσμο το έργο του (κυρίως μέσω του σκανδιναβού βιβλιοκριτικού Georg Brandes) και η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε κατακόρυφα, γεγονός που ο ίδιος όμως δεν ήταν σε θέση να χαρεί. Επιπροσθέτως, το 1893 η αντιδραστική και χριστιανή αδελφή του Ελίζαμπετ (Elisabeth Forster - Nietzsche) επέστρεψε από την Παραγουάη, έπειτα από την αποτυχημένη απόπειρα ίδρυσης της γερμανικής αποικίας «Nueva Germania» (για καθαρούς Άρειους, σημ. σύντ.) από τον ρατσιστή (εθνικιστή και αντισημιτιστή, σημ. σύντ.) σύζυγό της Φόστερ (Bernhard Forster, που είχε ήδη αυτοκτονήσει),  μεθόδευσε το να ναυαγήσουν τα σχέδια για μία έκδοση των απάντων του Νίτσε υπό την επιμέλεια του πρώην μαθητή του και από το 1880 προσωπικού φίλου και γραμματέα του Πέτερ Γκαστ (Peter Gast), «οργάνωσε» το αρχείο χειρογράφων και αλληλογραφίας του αδελφού της, αλλοιώνοντας αρκετά κείμενα και καταστρέφοντας άλλα τα οποία δεν της ήσαν αρεστά, τον δε Δεκέμβριο του 1895 απέκτησε όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε. 

Το 1898 και 1899 ο Νίτσε υπέστη δύο εγκεφαλικά επεισόδια που επιδείνωσαν την κατάστασή του, καθιστώντας τον ανήμπορο πια να μιλήσει και να περπατήσει και τελικά πέθανε στις 25 Αυγούστου 1900 από συνδυασμό πνευμονίας και εγκεφαλικού και θάφτηκε στο νεκροταφείο του Ραίκεν, δίπλα στον τάφο του κληρικού πατέρα του. Παρά τον γενναίο αντιχριστιανισμό που επέδειξε σε όλη την υπεύθυνη ζωή του αυτός ο ανένταχτος, μοναχικός και απλησίαστος φιλόσοφος, η αδελφή του δεν τον σεβάστηκε καθόλου και φρόντισε να τον θάψει με το χριστιανικό (λουθηρανικό) τυπικό. 

Σαν να μην έφτανε αυτό, η αδελφή του, η οποία αργότερα έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, προχώρησε μετά τον θάνατό του και στην επιλεκτική δημοσίευση «πειραγμένων» κειμένων του υπό τον τίτλο «Η Θέληση για Δύναμη» («Der Wille zur Macht», 1901), ένα βιβλίο το οποίο ο διαπρεπής Ιταλός φιλόλογος Μοντινάρι (Mazzino Montinari) κατήγγειλε ευθέως ότι «δεν είναι βιβλίο του Νίτσε». Στις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ου αιώνα όμως, αυτό το «ανύπαρκτο» βιβλίο έδωσε αφορμή να συνδέσουν απατεωνίστικα κάποιοι καλοθελητές την προηγμένη σκέψη του Νίτσε με την ανάδυση του Ναζισμού και τον αντισημιτισμό, παρά το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα οι ιδέες του είχαν αρκετούς οπαδούς στην Αριστερά και κατά την διετία 1894 – 1895 οι δεξιοί είχαν προτείνει να απαγορευθούν τα βιβλία του ως «ανατρεπτικά». 

Ο Νίτσε, όπως τόσο ο Μοντινάρι αλλά και τα ίδια τα γραπτά του φιλοσόφου αποδεικνύουν, υπήρξε στην πραγματικότητα ένας ιδεολόγος της ελευθερίας, εραστής των Μουσών και, πάνω από όλα, δριμύτατος επικριτής τόσο του εθνικισμού και της πολιτικής αυταρχίας όσο και του αντισημιτισμού. Η υπέρβαση του τωρινού ανθρώπου, την οποία πρότεινε μέσω του «Υπερανθρώπου» («Ubermensch») στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» στοχεύει στην ολοκλήρωση του ανθρώπινου όντος και όχι στην απανθρωπιά: ο «Υπεράνθρωπος» δεν είναι το μοντέλο ενός κυρίαρχου και αφέντη, αλλ’ απλώς ο πραγματικός άνθρωπος που μπορεί να αποδέχεται την ζωή σε όλη την τραγική της διάσταση, όπως οι αρχαίοι Έλληνες. Ο ίδιος ο Νίτσε πάντως, δεν έθρεφε αυταπάτες για το εάν θα γλίτωνε την παρερμηνεία της προχωρημένης σκέψης του από κακόβουλους ή ανόητους, αφού είχε γράψει: «ποτέ οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν, απλώς μονάχα επαινούν ή κατηγορούν».  

Βλάσης Γ. Ρασσιάς

* 

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του(1879-1900), παρά τις κρίσεις της ασθένειας και τα διαστήματα βαριάς κατάθλιψης στα οποία υπέκυπτε, ήταν πολύ δημιουργικά. Αυτά τα χρόνια ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, όπως η Αυγή (1881), η Χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-85), Πέρα από το καλό και το κακό (1886) και Η Γενεαλογία της Ηθικής (1887). Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια συνέπεσαν με την ολοκλήρωση και έκδοση των έργων Το Λυκόφως των Ειδώλων (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1888), Αντίχριστος (Σεπτέμβριος 1888), Ίδε ο άνθρωπος (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1888) και Νίτσε εναντίον Βάγκνερ (Δεκέμβριος 1888).

*
Σύμφωνα με μια διάδοση, ο Νίτσε αγκάλιασε με δάκρυα στα μάτια το λαιμό ενός αλόγου που το μαστίγωνε ο ιδιοκτήτης του και κατάρρευσε οριστικά. Ήταν Γενάρης του 1889, στο Τορίνο.

*

Για πάρα πολλούς το ποιητικό έργο του Νίτσε, αν και εφόσον το υποπτεύονται ή το συνειδητοποιούν καν πως ο φιλόσοφος αυτός υπήρξε και ποιητής (κι αυτό με αφορμή το γεγονός ότι ποιήματά του βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στα φιλοσοφικά του έργα), είναι και παραμένει ένα πάρεργο με ερασιτεχνικό χαρακτήρα. Κι εντούτοις, όμως, το έργο αυτό αποτελεί μια σημαντική, αξιόλογη κι ενδιαφέρουσα επέκταση κι ένα ουσιαστικό συμπλήρωμα του κυρίως έργου του. Μπορεί πάλι η ποίηση ή, καλύτερα, ο λυρισμός που αναμφισβήτητα διατρέχει και διαποτίζει την πρόζα του, να του έχει χαρίσει αυτεπάγγελτα και την ιδιότητα του ποιητή με την ευρύτερη έννοια και σημασία του όρου κι αυτό να έχει γίνει ήδη, ασυνείδητα, αυτονόητα και σιωπηρά, κοινώς αποδεκτό.

Οπωσδήποτε η ποίησή του και η επικοινωνία μας μαζί της μας αποκαλύπτουν έναν γνήσιο καλλιτέχνη - μέσα στα σωστά ανθρώπινα μέτρα και στα ανθρωπιστικά πλαίσια της κλασικής παιδείας, απ' όπου και προέρχεται ουσιαστικά.Γιατί, εκτός απ' τη γνωστή κι από τα φιλοσοφικά του έργα διορατικότητα κι εκφραστική του δύναμη, την παραστατικότητα των εικόνων, την ασυνήθιστη ανεξαρτησία του πνεύματός του και την ελληνολατρεία του, ο Νίτσε, χάρη στην αφοσίωσή του στο ποιητικό ιδεώδες και τις καθαρά δημιουργικές του ικανότητες, αποδεικύεται ένας σπάνιος σμιλευτής και μάστορας του στίχου. Γι' αυτό μπορεί κανείς να τον τοποθετήσει άφοβα, ως καθαρόαιμο πια ποιητή, λίγο πιο κάτω από τη φωτεινή κι αξεπέραστη τριανδρία της γερμανικής ποίησης στον κολοφώνα της: Goethe, Schiller, Hölderlin. Μάλιστa ο Thomas Mann τον θεωρούσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ισάξιο του Goethe (έστω κι αν ο καλός μας Thomas Mann συνήθιζε συχνά να υπερβάλλει κάπως).

Η ποίηση του Νίτσε απηχεί σίγουρα τον προβληματισμό της φιλοσοφικής του βιοθεωρίας και αντικατοπτρίζει όλα εκείνα τα αντιφατικά στοιχεία που την συνιστούν. Ωστόσο η αντιφατικότητα αυτή μας παρουσιάζεται, στις καλύτερες στιγμές του, τόσο σαγηνευτική, ώστε να μη μας εκπλήσσει ούτε να μας παραξενεύει πια το γεγονός ότι ο Νίτσε, επαναστάτης και καινοτόμος και σ' αυτό, σπάζει τα στεγανά της έλλογης, συστηματικής και μεθοδικής φιλοσοφικής σκέψης και μετακινείται με απίστευτη άνεση στον χώρο της λογοτεχνίας και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Είναι παγκόσμια σπάνιο, ίσως και μοναδικό, το φαινόμενο ένας διανοητής να μιλάει συχνά περισσότερο με την καρδιά και λιγότερο με το νου. Γι' αυτό και ο λόγος του  σ υ γ κ ί ν η σ ε. Γι' αυτό και η φήμη του στις αρχές του 20ου αιώνα εξαπλώθηκε με αφάνταστη ακτινοβολία στα πέρατα της γης. Γι' αυτό και η επίδραση του έργου του, όχι μόνο στη φιλοσοφία αλλά και στη λογοτεχνία του αιώνα μας, υπήρξε σημαντικότατη.

Άγγελος Παρθένης   
*


Ο Ρένος Αποστολίδης διαβάζει και σχολιάζει το Νίτσε 
*

Ο Νίτσε για τους Έλληνες